Peter Singer, Απελευθέρωση των ζώων τώρα!, μτφρ. Σταύρος Καραγεωργάκης, Οκτάνα, Αθήνα 2025

Published on 12 November 2025 at 10:32

του ΧΡΥΣΑΝΘΟΥ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ

 

Το βιβλίο Aπελευθέρωση των ζώων τώρα! (2023),[1] σε πολύ καλή και ευανάγνωστη μετάφραση του Σταύρου Καραγεωργάκη, είναι ουσιαστικά μια εμπλουτισμένη και επικαιροποιημένη έκδοση του βιβλίου Η απελευθέρωση των ζώων (1975). Όπως αναφέρει και ο ίδιος, από το 1975 έχουν αλλάξει πολλά πράγματα, έχουν προκύψει κινήματα για τα δικαιώματα των ζώων, νόμοι υπέρ τους, πολιτικά κόμματα που ασχολούνται με την ευζωία τους, τα μέσα μαζικής ενημέρωσης έχουν αναθεωρήσει τη στάση τους απέναντι στους ακτιβιστές για τα δικαιώματα των ζώων και η βίγκαν διατροφή είναι πλέον πολύ διαδεδομένη (20-21). Πέραν αυτών, έχουν προκύψει επιστημονικά δεδομένα, τα οποία μας έχουν βοηθήσει να τα κατανοήσουμε καλύτερα (22).

 

Η αρχή της ισότητας

Στο πρώτο κεφάλαιο αναφέρεται στην αρχή της ισότητας, η οποία δεν βασίζεται στην ίση ή πανομοιότυπη μεταχείριση, αλλά στην ίση εκτίμηση (27). Δηλαδή, άτομα και όντα που είναι διαφορετικά μεταξύ τους θα πρέπει να απολαμβάνουν διαφορετική μεταχείριση και διαφορετικά δικαιώματα, προσαρμοσμένα στις δικές τους ανάγκες (27). Για παράδειγμα, το να δοθούν εκλογικά δικαιώματα στα γουρούνια είναι ίση μεταχείριση, αλλά όχι προσαρμοσμένη στις ανάγκες των γουρουνιών. Μάλιστα, δεν υπάρχει κάποιο λογικό επιχείρημα που να αποδεικνύει ότι η διαφορά στις ικανότητες μεταξύ ανθρώπων διαφοροποιεί και το ηθικό βάρος που θα πρέπει να δείχνουμε στις ανάγκες τους (28). Το ίδιο ακριβώς μπορεί να υποστηριχθεί και για τη διαφορά στις ικανότητες μεταξύ ανθρώπων και ζώων ή και μεταξύ των ζώων. Ο σεβασμός και η ηθική αξία του άλλου δεν πρέπει να αφορά το πώς είναι και τι ικανότητες έχει (29). Σύμφωνα με τον Σίνγκερ, πάνω στην αρχή της ισότητας θα πρέπει να στηριχθεί η επιχειρηματολογία κατά του ειδισμού, τον οποίο ορίζει ως εξής:

 

ο ειδισμός, στην πρωταρχική και πιο σημαντική μορφή του, είναι η προκατάληψη ή η προκατειλημμένη συμπεριφορά υπέρ των συμφερόντων των μελών του ίδιου είδους σε βάρος των μελών των άλλων ειδών, με κριτήριο το είδος και μόνο αυτό. Μια δευτερεύουσα εκδοχή του ειδισμού είναι να δίνουμε μεγαλύτερη βαρύτητα στα συμφέροντα κάποιων μη ανθρώπινων ζώων ενός συγκεκριμένου είδους –για παράδειγμα, των σκύλων– απ’ ότι δίνουμε σε άλλα ζώα που έχουν παρόμοια συμφέροντα αλλά ανήκουν σε άλλο είδος, όπως τα γουρούνια (30).

 

Η αρχή της ισότητας για τον Σίνγκερ βασίζεται στο κριτήριο της αίσθησης, αν δηλαδή ένα ον βιώνει πόνο και ευχαρίστηση (33), για αυτό και εξετάζει το πώς μπορούμε να γνωρίζουμε ποια όντα υποφέρουν. Αρχικά, δεν μπορούμε να βιώσουμε τον πόνο του άλλου με άμεσο τρόπο ακόμα κι αν είναι ανθρώπινο ον, αλλά με έμμεσο τρόπο από τις κινήσεις του σώματος και τις κραυγές (36). Παρά το γεγονός ότι δεν μπορούμε να βιώσουμε τον πόνο του άλλου, εντούτοις δεν αμφιβάλλουμε ότι συμβαίνει (36). Αυτό όμως θα πρέπει να ισχύει και στην περίπτωση των άλλων ζώων, καθώς από τις κινήσεις του σώματος και τις κραυγές μπορούμε να καταλάβουμε ότι το ζώο απέναντί μας πονάει (37).

Πέρα από το ζήτημα του πόνου υπάρχει και αυτό του θανάτου, το οποίο ο Σίνγκερ θίγει ελάχιστα σε αυτό το βιβλίο, ενώ επικεντρώνεται στην ελαχιστοποίηση του πόνου. Στο βιβλίο αναφέρει ότι είναι μεγαλύτερο σφάλμα να σκοτώσουμε κάποιο ον που έχει την πνευματική ικανότητα να κατανοήσει ότι είναι ον με μέλλον και, ως εκ τούτου, να κάνει σχέδια για αυτό (58). Με τα λεγόμενα αυτά, υποστηρίζει, ουσιαστικά, ότι οι ζωές όντων όπως αυτές των γουρουνιών, των κοτών, των φυτών,[2] των ανθρώπινων βρεφών και των νοητικά ανάπηρων ατόμων έχουν λιγότερη αξία.

Ο Σίνγκερ μιλάει εκ μέρους αυτών των όντων και κρίνει την αξία της ζωής τους δίχως να γνωρίζει με βεβαιότητα ότι αυτά που λέει ισχύουν. Βασίζεται σε τωρινά επιστημονικά δεδομένα που είναι ελλιπή και μπορεί να αναθεωρηθούν. Βέβαια, ακόμα και αν ήταν αδιαμφισβήτητο ότι, για παράδειγμα, τα γουρούνια δεν κάνουν σχέδια για το μέλλον, αυτό δεν θα αποτελούσε λόγο να θεωρηθεί λιγότερης αξίας η ζωή τους. Σχετικά με τα ανάπηρα άτομα, έχει ασκηθεί κριτική στον Σίνγκερ, που μιλάει εκ μέρους τους, αντί να τους δίνει τον λόγο, εκφράζοντας μάλιστα αναπηροφοβικές αντιλήψεις μιας κοινωνίας που δίνει ιδιαίτερη σημασία στην στο γνωστικό κομμάτι. Για τον Σίνγκερ η ζωή νοητικά ανάπηρων ανθρώπων δεν έχει πολυπλοκότητα που να ανταποκρίνεται στο δικό του πρότυπο, για αυτό και δεν έχει την ίδια αξία με ενός μη νοητικά ανάπηρου ατόμου.

Ο Σίνγκερ αναφέρει ότι η ηθική αξία του εκάστοτε όντος δεν σχετίζεται με τις ικανότητές του, αλλά φαίνεται να υποστηρίζει το αντίθετο στο ζήτημα του θανάτου. Δηλαδή, σύμφωνα με τον ίδιο, η θανάτωση όσων όντων δεν έχουν την ικανότητα να κάνουν σχέδια για το μέλλον είναι μικρότερο σφάλμα, άρα έχουν μικρότερη ηθική αξία βάσει αυτής της έλλειψης ικανότητας. Ακόμη, όντα που δεν έχουν τη δυνατότητα βίωσης πόνου έχουν επίσης μικρότερη ηθική αξία. Παρατηρείται, λοιπόν, μια ανακολουθία στα λεγόμενα του Σίνγκερ.

 

Πειράματα

Στο δεύτερο κεφάλαιο αναφέρεται στο ζήτημα των πειραμάτων, τονίζοντας τις ελλιπείς πληροφορίες που παρέχουν τα επιστημονικά περιοδικά, τα κέντρα πειραμάτων, καθώς και το υπουργείο (των Ηνωμένων Πολιτειών Αμερικής εν προκειμένω) σχετικά με τον αριθμό των ζώων που χρησιμοποιούνται στα πειράματα. Αυτός είναι ο λόγος που δεν μπορεί να δοθεί ακριβής αριθμός, ωστόσο κυμαίνεται στα 100 εκατομμύρια με 200 εκατομμύρια ζώα τον χρόνο παγκοσμίως (64). Στο κεφάλαιο αυτό παραθέτει βάναυσα πειράματα που έχουν γίνει σε βάρος των ζώων από τον τομέα της ψυχολογίας, τα οποία είχαν μάλιστα αμφίβολα αποτελέσματα. Οι πειραματιστές επιχειρούσαν να προκαλέσουν στα ζώα κατάθλιψη και μετατραυματικό στρες προκειμένου να βγάλουν κάποια συμπεράσματα για τους ανθρώπους.

Πέρα από τον τομέα της ψυχολογίας, πειράματα γίνονται για να βρεθεί κατά πόσο είναι ασφαλείς ουσίες σε φάρμακα και άλλα προϊόντα στους ανθρώπους. Η εξαγωγή συμπερασμάτων για την ασφάλεια κάποιας ουσίας στους ανθρώπους με βάση πειράματα που έχουν γίνει σε ζώα είναι μια προβληματική πρακτική. Για παράδειγμα, το vioxx, φάρμακο για την αρθρίτιδα, κυκλοφόρησε το 1999 και σταμάτησε την κυκλοφορία του το 2004 λόγω των θανάτων που προκαλούσε σε ανθρώπους (98). Σε πειράματα σε ζώα δεν συνέβαινε το ίδιο (98). Μπορεί φυσικά να συμβεί και το αντίθετο, επειδή κάτι είναι επικίνδυνο για τα ζώα δεν σημαίνει ότι είναι και για τους ανθρώπους, οπότε μπορεί να στερηθούν κάτι οι άνθρωποι επειδή δεν πέρασε από τις δοκιμές στα ζώα (99). Για παράδειγμα, η πενικιλίνη είναι τοξική για τα ινδικά χοιρίδια (99).

Ο Σίνγκερ αναφέρει ότι τα πειράματα στα ζώα έχουν προσφέρει ελάχιστα στη μείωση της θνησιμότητας (153). Ο ίδιος τάσσεται υπέρ της κατάργησης των πειραμάτων και την εύρεση εναλλακτικών μεθόδων που δεν θα χρησιμοποιούν ζώα ή τουλάχιστον δεν θα προκαλούν τόσο πόνο και θα αφορά σημαντικά προϊόντα (151). Σε κάθε περίπτωση ο πειραματισμός δεν μπορεί να δικαιολογηθεί ηθικά παρά τα οφέλη που έχουν προκύψει από αυτά (154).

Ο Σίνγκερ αναφέρεται στη χρήση ανθρώπων για πειράματα, οι οποίοι θα έχουν δώσει τη συγκατάθεσή τους για τη συμμετοχή τους σε αυτά. Αυτό που δεν λαμβάνει υπόψη ο Σίνγκερ είναι ότι οι άνθρωποι που θα θελήσουν να γίνουν «πειραματόζωα» δεν θα το κάνουν, πιθανόν, λόγω αλτρουιστικών κινήτρων, αλλά επειδή έχουν ανάγκη την αμοιβή που θα αποκομίσουν από τη συμμετοχή τους. Οπότε, απελπισμένοι άνθρωποι θα διακινδυνεύουν τη ζωή τους για χάρη των υπολοίπων. Εδώ εγείρεται ένα ταξικό ζήτημα, το οποίο, θα έλεγε κανείς, θα πρέπει να λαμβάνεται υπόψη από τους θεωρητικούς της απελευθέρωσης των ζώων, διότι στην προσπάθεια εξάλειψης μιας μορφής εκμετάλλευσης προκύπτει μια άλλη μορφή εκμετάλλευσης. Αυτό δεν συνεπάγεται ότι θα πρέπει να συνεχίσουν τα πειράματα σε βάρος των ζώων, αλλά ότι οι εναλλακτικές θα ήταν ορθό να είναι απογυμνωμένες από εκμεταλλευτικές πρακτικές.

 

Βιομηχανία κρέατος

Στο τρίτο κεφάλαιο καταπιάνεται με το ζήτημα της κτηνοτροφίας αναφέροντας ότι πάνω από 83 δισεκατομμύρια ζώα σκοτώνονται προκειμένου να καταναλωθούν σε παγκόσμιο επίπεδο (162). Εξετάζει ξεχωριστά την εκμετάλλευση των κοτόπουλων, των γουρουνιών, των μοσχαριών και των βοοειδών. Ο Σίνγκερ περιγράφει τις άθλιες συνθήκες κάτω από τις οποίες γίνεται η εντατική παραγωγή κρέατος και τη βαναυσότητα που βιώνουν τα ζώα αυτά. Έχουν γίνει βελτιώσεις στις συνθήκες αυτές, κυρίως στην Ευρωπαϊκή Ένωση, αλλά δεν αρκεί, διότι το κέρδος υπερτερεί της ευζωίας των ζώων. Σημαντικό είναι ότι αναφέρεται και στα ψάρια, τα οποία σε γενικές γραμμές είναι κάπως παραμερισμένα από την ατζέντα των υπέρμαχων των ζώων. Μάλιστα τα ψάρια ιχθυοτροφείου που θανατώνονται κάθε χρόνο υπολογίζονται περίπου στα 124 δισεκατομμύρια και τα ψάρια που χρησιμοποιούνται για τροφή αυτών των ψαριών είναι περίπου 500 δισεκατομμύρια με ένα τρισεκατομμύριο (230-231).

Ο Σίνγκερ όταν ψέγει τη βιομηχανία του κρέατος δεν κατονομάζει τον καπιταλισμό, απλώς τον υπονοεί. Αυτό είναι μια προβληματική πτυχή του βιβλίου του. Ο Σίνγκερ κινείται σε μια φιλελεύθερη στάση απέναντι στο ζήτημα του ειδισμού. Οι λύσεις που προτείνει αφορούν κατά κύριο λόγο τον ατομικό τρόπο ζωής, όπως η υιοθέτηση ενός βίγκαν τρόπου ζωής, ενώ δεν αναφέρεται σε κάποια δομική αλλαγή. Όποια άλλη αλλαγή προτείνει, όπως βελτιώσεις στη νομοθεσία, περιορισμός των πειραμάτων, είναι εντός του φιλελεύθερου πλαισίου. Ο ειδισμός όμως είναι άρρηκτα συνδεδεμένος με τον καπιταλισμό, καθώς ο καπιταλισμός βασίζεται στην εκμετάλλευση των ζώων και ως εργατών και ως εμπορευμάτων. Ένα τέτοιο ιεραρχικό πολιτικό σύστημα που φυσικοποιεί την ανισότητα και βασίζεται στο κέρδος και όχι την ευζωία δεν μπορεί να εγγυηθεί την απελευθέρωση των ζώων. Οπότε, πρέπει να γίνουν δομικές αλλαγές και να πληγεί η ιεραρχική ιδεολογία.

 

Αποτελεσματικός αλτρουισμός

Στο τέταρτο κεφάλαιο προτείνει τι θα μπορούσε να πράξει το κάθε άτομο ώστε να συμβάλει στην ευζωία των ζώων, προτείνοντας το κίνημα του «αποτελεσματικού αλτρουισμού». Οι αποτελεσματικοί αλτρουιστές επιδιώκουν τη δημιουργία ενός καλύτερου κόσμου χρησιμοποιώντας λογικά επιχειρήματα και αποδείξεις προκειμένου να δείξουν πως αυτό θα επιτευχθεί με τον πιο αποτελεσματικό τρόπο (247). Μία από τις ενέργειες προς αυτή την κατεύθυνση είναι η χορτοφαγία, η οποία είναι ένας πρακτικός, για αυτό και πιο δύσκολος, τρόπος να κάνει κάποιος κάτι, αντί απλώς να δηλώνει, για παράδειγμα, κατά των ταυρομαχιών (251).

 

Η ιστορία του ειδισμού

Στο πέμπτο κεφάλαιο εξετάζει ιστορικά τον ειδισμό ούτως ώστε να αποκαλύψει γιατί είναι τόσο βαθιά ριζωμένος στην κυρίαρχη σκέψη, γνώση που θα συμβάλει στον κλονισμό του (290). Ξεκινάει με τη προχριστιανική σκέψη, που την χωρίζει σε ιουδαϊκή και ελληνική. Στη Βίβλο αναφέρεται ότι ο άνθρωπος είναι το μοναδικό δημιούργημα του Θεού που είναι κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσή του. Πέραν τούτου, ο Θεός έχει εκχωρήσει το δικαίωμα στον άνθρωπο να κυριαρχήσει στα ζώα. Σχετικά με την ελληνική σκέψη, αυτή δεν είναι ενιαία, για παράδειγμα ο Πυθαγόρας ήταν χορτοφάγος, αλλά δεν ήταν αυτού η σκέψη που κυριάρχησε (294). Αυτή που κυριάρχησε ήταν του Αριστοτέλη, ο οποίος θεωρούσε ότι τα ζώα υπάρχουν για χάρη του ανθρώπου (295).

Περνώντας στον Χριστιανισμό, ο Χριστός, όπως αναφέρεται στην Καινή Διαθήκη, συνάντησε έναν άνθρωπο που είχε κυριευτεί από δαιμόνια, όταν ο Χριστός τον απελευθέρωσε από τα δαιμόνια, αυτά τα έστειλε σε 2000 γουρούνια που βρίσκονταν κοντά, τα οποία στη συνέχεια πήγαν και πνίγηκαν στη θάλασσα (Λκ 8:26-39). Αυτό το περιστατικό δείχνει αδιαφορία για τις ζωές των γουρουνιών.

Σε ό,τι έχει να κάνει με τη χριστιανική σκέψη, αυτή ομοίως δεν είναι ενιαία, υπάρχουν κάποια παραδείγματα χριστιανών που έκριναν ότι πρέπει να έχουμε μια ηθική στάση προς τα ζώα, με πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα τον άγιο Φραγκίσκο της Ασίζης. Ωστόσο, ο άγιος Φραγκίσκος δεν είναι η πιο επιδραστική φυσιογνωμία στη χριστιανική σκέψη ή τουλάχιστον σε ό,τι αφορά τη στάση απέναντι στα ζώα. Ο Θωμάς ο Ακινάτης είναι μια περίπτωση επιδραστικής φυσιογνωμίας, ο οποίος δεν θεωρούσε ότι ο άνθρωπος έχει ηθικές υποχρεώσεις προς τα ζώα.

Κατά την Αναγέννηση, τα ζώα δεν είχαν κάποια αξιόλογη θέση, αντιθέτως θεωρούταν ότι ο άνθρωπος είναι κέντρο του σύμπαντος (308). Η εξύμνηση του ανθρώπου που συνέβη εκείνη την περίοδο αντιπαραβαλλόταν με τα ζώα (308). Η πιο χαρακτηριστική περίπτωση της περιόδου είναι ο Ρενέ Ντεκάρτ. Σημαντική εξαίρεση αποτελεί ο Μονταίνιος, ο οποίος εξέφρασε απόψεις υπέρ των ζώων.

Κατά την περίοδο του Διαφωτισμού, αρχίζει να αλλάζει σε μικρό βαθμό η στάση προς τα ζώα. Ο Ντέιβιντ Χιουμ είχε υποστηρίξει ότι θα πρέπει να υπάρχει μια ήπια μεταχείριση απέναντι στα ζώα (313). Αυτή η άποψη συνοψίζει τη στάση της περιόδου, ότι δηλαδή τα ζώα μπορούν να χρησιμοποιηθούν προς όφελος του ανθρώπου, αλλά αυτό θα πρέπει να γίνεται με έναν ήπιο και εξευγενισμένο τρόπο (313-314). Η καλύτερη συμπεριφορά προς τα ζώα δεν προέκυπτε από μια θεώρηση ισότητας, αλλά από το ότι ο άνθρωπος, ως τάχα ανώτερος, οφείλει να δείξει οίκτο. Η πιο αξιοσημείωτη περίπτωση της περιόδου είναι αυτή του Τζέρεμι Μπένθαμ, ο οποίος έθεσε το ζήτημα ότι δεν θα πρέπει να μας νοιάζει αν τα ζώα μπορούν να σκέφτονται, αλλά αν πονάνε (316). Επίσης, ο Δαρβίνος συνέβαλε σε μεγάλο βαθμό στον κλονισμό της αντίληψης που ήθελε τον άνθρωπο ως ένα εκλεκτό δημιούργημα. Σύμφωνα με τον ίδιο, ο άνθρωπος συνεξελίχθηκε με άλλα ζώα, δεν είναι δηλαδή ένα εκλεκτό δημιούργημα που έχει τη σημερινή μορφή του από αρχή του κόσμου.

Ειδιστικά επιχειρήματα

Στο έκτο και τελευταίο κεφάλαιο αναφέρεται σε διάφορα επιχειρήματα που χρησιμοποιούνται σήμερα προκειμένου να υποστηριχθούν οι ειδιστικές πρακτικές. Για παράδειγμα, το επιχείρημα ότι οι κότες ζουν καλύτερη ζωή από τα πτηνά στην άγρια φύση, γιατί δεν υπάρχουν θηρευτές και ακραία καιρικά φαινόμενα (354). Ο Σίνγκερ απαντάει σε αυτό το επιχείρημα ότι μπορεί μια πιο σύντομη αλλά ελεύθερη ζωή να είναι καλύτερη από μια ζωή με μεγαλύτερη διάρκεια, αλλά ζώντας σε άθλιες συνθήκες (354-355). Οι συνθήκες ζωής στο φυσικό περιβάλλον των ζώων μπορεί να είναι δύσκολες, αλλά αυτό δεν συνεπάγεται ότι θα πρέπει να επέμβουν οι άνθρωποι. Η αξίωση του ανθρώπου ως «σωτήρα» των ζώων νομιμοποιεί την ανθρώπινη παρεμβατικότητα στις ζωές των ζώων που κατά κύριο λόγο αποσκοπεί στην εκμετάλλευσή τους και την αποκόμιση κέρδους παρά στην προστασία τους. Ακόμα και στην περίπτωση που αποσκοπεί αποκλειστικά στην προστασία τους, η αυτοανακήρυξη του ανθρώπου σε προστάτη των ζώων, είναι μια πατερναλιστική ηθική που κρίνει ότι ο άνθρωπος ξέρει το καλό των ζώων διότι τα ίδια είναι ανίκανα να το γνωρίζουν. Με αυτόν τον τρόπο ο άνθρωπος εξυψώνεται έναντι των ζώων ενισχύοντας τον ανθρωποκεντρισμό που έχει αποτελέσει αιτία καταπίεσής τους.

Μεταανθρωπιστική ηθική

Ο Σίνγκερ ανήκει στον αντιειδισμό της ταυτότητας, που βασίζεται στην αρχή της ισότητας, δηλαδή εντοπίζει ένα κοινό χαρακτηριστικό, εν προκειμένω την αίσθηση, και όποια όντα διαθέτουν αυτό το χαρακτηριστικό αξίζουν ηθικής μεταχείρισης. Η συγκεκριμένη προσέγγιση είναι ανθρωποκεντρική διότι εντοπίζεται ένα χαρακτηριστικό που πρέπει να είναι κοινό με τον άνθρωπο. Θα έλεγε κανείς ότι η απόδοση ηθικής αξίας δεν είναι κάτι που κερδίζεται, αλλά, αντιθέτως, αυτή θα πρέπει να λογοδοτεί για τα κριτήριά της.[3] Όσο υπάρχουν τέτοια κριτήρια, η ηθική κοινότητα ορίζεται μέσω μηχανισμών αποκλεισμού.[4]

Στην αντίπερα όχθη υπάρχει ο αντιειδισμός της διαφοράς. Οι θεωρητικοί της διαφοράς δεν επικεντρώνονται στην ομοιότητα μεταξύ ζώων και ανθρώπων, αλλά στην αποσιώπηση των διαφορών.[5] Για παράδειγμα, κάτω από την έννοια «ζώο» υπάρχει ένα πλήθος διαφορετικών όντων που αποσιωπάται. Δεν χρειάζεται λοιπόν για αυτή την προσέγγιση να βρίσκουμε κοινά χαρακτηριστικά προκειμένου να ορίζεται η ηθική κοινότητα, αλλά φαίνεται να μην υπάρχει τρόπος αυτή να οριοθετηθεί εκ των προτέρων. Ο Ντερριντά αναφέρεται συχνά στον Άλλο ως κάποιον που μπορεί να πάρει «τερατώδεις» μορφές, που είναι πέρα από αυτό που περιμένουμε.[6]

Ο Μάθιου Καλάρκο (Matthew Calarco) αμφισβητεί την ύπαρξη ορίων της ηθικής κοινότητας, άρα και κριτηρίων που πρέπει να πληρούν, αλλά θεωρεί αναγκαία την επισήμανση των όντων που περιλαμβάνονται στην ηθική κοινότητα για πρακτικούς λόγους.[7] Ωστόσο, το ερώτημα των ορίων της ηθικής κοινότητας θα πρέπει να παραμένει ανοικτό.[8] Δηλαδή, τη στιγμή που δίνεται ένας ορισμός, θα πρέπει να αμφισβητείται ώστε να γίνει πιο συμπεριληπτικός.

Το ερώτημα του ποια όντα αποτελούν μέρος της ηθικής κοινότητας συνδέεται με το ζήτημα του από που πηγάζει η ηθική. Σύμφωνα με την προσέγγιση της ταυτότητας, και του Σίνγκερ, ο άνθρωπος, ως ορθολογικό και αυτόνομο υποκείμενο, επιλέγει να επεκτείνει την ηθική και στα ζώα, άρα η ηθική πηγάζει από το υποκείμενο.[9] Η εν λόγω αντίληψη ανήκει στην ανθρωπιστική παράδοση και είναι ανθρωποκεντρική, διότι σύμφωνα με αυτή το κέντρο της ηθικής είναι ο άνθρωπος, ο οποίος μπορεί να αποφασίσει αν είναι ηθικά υπεύθυνος προς τα ζώα, γεγονός που μπορεί να υπονοεί και μια ανωτερότητά του. Το να απαντηθεί το επιχείρημα των υποστηρικτών του ειδισμού «γιατί να μην σκοτώνουμε τα ζώα αφού σκοτώνονται μεταξύ τους» με ένα επιχείρημα του τύπου «ο άνθρωπος ως το μόνο έλλογο ον και ικανό για ηθική συμπεριφορά οφείλει να μεριμνά για τα ζώα» φαίνεται να υπονοεί ότι ο άνθρωπος είναι ανώτερος λόγω αυτής του της ικανότητας. Πρόκειται για την πατερναλιστική ηθική που αναφέρθηκε και πιο πάνω.

Λύση σε αυτό το εν γένει ηθικό πρόβλημα επιχείρησαν να δώσουν ο Λεβινάς και ο Ντερριντά, οι απόψεις των οποίων κινούνται στη μεταανθρωπιστική παράδοση, παρόλο που οι ίδιοι δεν κατέτασσαν εκεί τη σκέψη τους. Σύμφωνα με τον Λεβινάς, το «πρόσωπο» του Άλλου με καλεί να είμαι υπεύθυνος απέναντί του,[10] δεν είναι στη δική μου επιλογή αν θα είμαι υπεύθυνος, αλλά το πώς θα ανταποκριθώ σε αυτή την ευθύνη. Ο τρόπος που προκύπτει η ευθύνη είναι ο εξής: το «πρόσωπο» του Άλλου είναι τρωτό και ευάλωτο στη βία,[11] αλλά συγχρόνως αντιστέκεται[12] και προστάζει «δεν θα σκοτώσεις».[13] Το αίτημα «δεν θα σκοτώσεις» δεν σημαίνει απαραίτητα δολοφονία, μπορεί να είναι αίτημα να μην ιδιοποιηθεί.[14] Αυτός λοιπόν είναι ο τρόπος που το «πρόσωπο» του Άλλου με καλεί να είμαι υπεύθυνος απέναντι του.

Ο Ντερριντά αναζητά ένα πρωτο-ηθικό επίπεδο στις συναντήσεις με τον Άλλο (είτε άνθρωπο είτε ζώο). Αυτές οι συναντήσεις προκαλούν ένα σοκ και κάθε είδους αντίδραση σε αυτό, είτε θετική είτε αρνητική, συγκροτεί την ηθική.[15] Συγκεκριμένα, ο Άλλος διαρρηγνύει την αντίληψη περί αυτονομίας του εαυτού, ότι δηλαδή είμαι μόνος και κυρίαρχος. Οπότε, «εισβάλει» ο Άλλος στη ζωή μου αμφισβητώντας την κυριαρχία μου, τότε συνειδητοποιώ ότι και ο Άλλος είναι υποκείμενο και μπορώ να ιδωθώ από Αυτόν. Για τον Σαρτρ το βλέμμα του Άλλου υπονομεύει την υποκειμενικότητα και την ελευθερία μου και με καθιστά αντικείμενο.[16] Με αυτόν τον τρόπο νιώθω ευάλωτος και κατανοώ ότι και ο Άλλος είναι ευάλωτος, γεγονός που με τη σειρά του με κάνει να αναλογιστώ την αδιαφορία που δείχνω στην καθημερινότητά μου.[17] Έτσι, συνειδητοποιώ ότι οι πράξεις μου έχουν συνέπειες για τον Άλλο και εκεί είναι που προκύπτει η ευθύνη. Ο Ντερριντά εντάσσει και τα ζώα σε αυτές τις συναντήσεις, κάτι το οποίο δεν πράττει ο Λεβινάς. Η συνάντηση με τη γάτα που περιγράφει ο Ντερριντά είναι ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα. Το βλέμμα της γάτας τού προκαλεί σοκ και νιώθει ευάλωτος – το πώς θα φερθεί στη γάτα ύστερα από το σοκ είναι μια ηθική ανταπόκριση στην ήδη υπάρχουσα ευθύνη.

Για τον Λεβινάς και τον Ντερριντά, λοιπόν, η ηθική προκύπτει από τον Άλλο και όχι από το υποκείμενο, άρα φαίνεται να διαφεύγει τον ανθρωποκεντρισμό. Ωστόσο, ακόμη και σε αυτή την περίπτωση μόνο ο άνθρωπος μπορεί να είναι υπεύθυνος, οπότε παρατηρούνται ίχνη ανθρωποκεντρισμού. Όμως, ο τρόπος που προκαλείται η ευθύνη, δηλαδή ως μια τραυματική εμπειρία, δεν την καθιστά ανθρώπινο προνόμιο και ιδιότητα. Πρόκειται για αντίδραση στην ευαλωτότητα του Άλλου (ανθρώπου ή ζώου). Ουσιαστικά το υποκείμενο στους δύο αυτούς φιλοσόφους είναι όμηρος του Άλλου, υπόκειται στον Άλλο, άρα είναι αποκεντρωμένο και δεν χαρακτηρίζεται από κάποια κυριαρχία. Δεν έχει ηθική ευθύνη ο άνθρωπος προς τα ζώα επειδή τάχα είναι ανώτερος, αλλά επειδή το ζώο τον καθιστά υπεύθυνο. Επομένως, μπορεί να υπάρχει ακόμα ανθρωποκεντρισμός, αλλά αυτός είναι μετριασμένος και χαρακτηρίζεται από έλλειψη εξουσίας.

 

Επίλογος

Το βιβλίο του Σίνγκερ έχει προβληματικά σημεία όπως παρουσιάστηκαν παραπάνω. Ωστόσο, δεν παύει να είναι ένα σημαντικό ανάγνωσμα που προσφέρει πολλές σημαντικές πληροφορίες, όπως αυτές για τα πειράματα και την κτηνοτροφία. Αξίζει να αναφερθεί ότι στο τέλος έχει ειδικό παράρτημα με χορτοφαγικές συνταγές, βοηθώντας σε πρακτικό επίπεδο. Ο Σίνγκερ φωτίζει πλευρές που, για παράδειγμα, ο Ντερριντά δεν πράττει. Άλλωστε, ο πλουραλισμός στις προσεγγίσεις απέναντι στον ειδισμό, και κατά επέκταση η διαφωνία, είναι κάτι αναγκαίο. Μέσω της διαφωνίας μπορεί κανείς να κατανοήσει τη δική του θέση καλύτερα διότι καλείται να απαντήσει σε ερωτήματα που μπορεί να μην είχαν τεθεί και μάλιστα μέσα από αυτή τη διαδικασία να εμπλουτίσει τη θέση του. Η ίδια η φιλοσοφία βασίζεται στη διαφωνία και τον διάλογο. Για αυτό κάθε εκδοτικό εγχείρημα σχετικά με τον ειδισμό, όπως αυτό από τις εκδόσεις Οκτάνα, που συμβάλει στο διάλογο είναι σημαντικό και καλοδεχούμενο.

 

ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

[1] Θα γίνονται αναφορές στις σελίδες του βιβλίου εντός παρενθέσεως μέσα στο κείμενο.

[2] Για τα φυτά αναφέρει ότι μπορεί και να βιώνουν πόνο, αλλά θεωρεί ότι είναι πιο πιθανό να μην βιώνουν (363). Ωστόσο, ακόμα και να βίωναν πόνο, επειδή δεν έχουν εγκέφαλο και κεντρικό νευρικό σύστημα, τότε ο πόνος τους θα ήταν πιο ήπιος, άρα θα ήταν πιο ηθικό να προτιμηθεί να μη βιώσει πόνο ένα ζώο (363). Για μια πιο αναλυτική εξέταση του ζητήματος των φυτών βλ. Γεράσιμος Κακολύρης, «Απελευθέρωση των ζώων τώρα!» του Πίτερ Σίνγκερ (κριτική) – Η Βίβλος των σύγχρονων κινημάτων για τα δικαιώματα των ζώων, https://bookpress.gr/kritikes/idees/23909-apeleftherosi-ton-zoon-tora-tou-piter-singker-kritiki-i-vivlos-ton-sygxronon-kinimaton-gia-ta-dikaiomata-ton-zoon

[3] Stephanie Jenkins, «Against performance criteria», στο Stephanie Jenkins, Kelly Struthers Montford & Chloë Taylor (επιμ.), Disability and Animality. Crip Perspectives in Critical Animal Studies, Routledge, Λονδίνο και  Ν. Υόρκη 2020, σ. 101.

[4] Ό.π.

[5] Matthew Calarco, Thinking Through Animals. Identity, Difference, Indistinction, Stanford University Press, Καλιφόρνια 2005, σ. 37

[6] Ό.π., σ. 42.

[7] Matthew Calarco, Zoographies: The Question of the Animal from Heidegger to Derrida, Columbia University Press, Ν. Υόρκη 2008, σ. 71.         

[8] Ό.π.

[9] Matthew Calarco, Thinking Through Animals, ό.π., σ. 32.

[10] Εμμανουήλ Λεβινάς, Ηθική & άπειρο, μτφρ. Κωστής Παπαγιώργης, Ίνδικτος, Αθήνα 2007, σ. 56.

[11] Ό.π.

[12] Emmanuel Levinas, Ολότητα και άπειρο, μτφρ. Κωστής Παπαγιώργης, Εξάντας, Αθήνα 1989, σ. 249.

[13] Εμμανουήλ Λεβινάς, Ηθική & άπειρο, ό.π., σ. 58.

[14] Jacques Derrida, «Πρέπει κάλλιστα να τρώμε» ή Ο υπολογισμός του Υποκειμένου. Μια συζήτηση με τον Jean-Luc Nancy, μτφρ. Μελέτης Λάμπρου, Πλέθρον, Αθήνα 2018, σ. 51

[15] Matthew Calarco, Zoographies, ό.π., σ. 126.

[16] Ό.π., σ. 131.

[17] Matthew Calarco, Thinking Through Animals, ό.π., σ. 31.

Add comment

Comments

There are no comments yet.