Η επίδραση του Xριστιανισμού και του Διαφωτισμού στη διαμόρφωση της φιλοσοφίας της ιστορίας

Published on 12 August 2025 at 15:26

του ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ ΚΑΛΛΙΝΙΚΟΥ

 

Το άρθρο αυτό πραγματεύεται τα χαρακτηριστικά της θεωρησιακής φιλοσοφίας της ιστορίας και προσπαθεί να παρουσιάσει τις συνθήκες ανάδειξης της φιλοσοφίας της ιστορίας γενικότερα. Μετά από μία σύντομη παρουσίαση των κυρίαρχων αντιλήψεων για την ιστορία που επικρατούσαν σε διάφορες εποχές από την αρχαιότητα έως και τον Διαφωτισμό, γίνεται μία προσπάθεια ανάδειξης της σχέσης μεταξύ της χριστιανικής θεώρησης της ιστορίας και της φιλοσοφίας της ιστορίας του Διαφωτισμού.

Η φιλοσοφία της ιστορίας ως φιλοσοφικός κλάδος συνήθως χωρίζεται σε δύο κατηγορίες, τη θεωρησιακή και την κριτική ή αλλιώς αναλυτική φιλοσοφία της ιστορίας. Η θεωρησιακή φιλοσοφία της ιστορίας ασχολείται με γεγονότα του παρελθόντος αλλά όχι με σκοπό να μιλήσει γι’ αυτά σε πρωτογενές επίπεδο, παρουσιάζοντας δηλαδή ορισμένα ιστορικά γεγονότα ή τις αιτίες και τις συνέπειες αυτών των γεγονότων μέσω της χρήσης εμπειρικών δεδομένων και πρωτογενών πηγών όπως κάνουν οι επαγγελματίες ιστορικοί. Ο σκοπός που έχει αυτό το είδος φιλοσοφίας της ιστορίας είναι να στοχαστεί πάνω στα γεγονότα του παρελθόντος και να εξαγάγει συμπεράσματα σχετικά με τις μελλοντικές εξελίξεις, εξηγώντας με λογικό τρόπο την εξέλιξη της ιστορίας. Από την άλλη η κριτική φιλοσοφία της ιστορίας ασχολείται με τον σχολιασμό των ιστορικών πηγών και ασκεί κριτική στην μεθοδολογία που ακολουθούν οι ιστορικοί συγγραφείς, για να παρουσιάσουν με πιο εύληπτο τρόπο τα γεγονότα που πραγματεύονται στα έργα τους, ενώ εξετάζει επίσης και το κατά πόσο αντικειμενική μπορεί να είναι μία ιστορική αφήγηση.[1]

Μία από τις πιο εύστοχες περιγραφές του αντικειμένου της θεωρησιακής φιλοσοφίας της ιστορίας βρίσκεται στον πρόλογο των Διαλέξεων για την Φιλοσοφία της Παγκόσμιας Ιστορίας. Εκεί ο Χέγκελ παρουσιάζει τη φιλοσοφία της ιστορίας σαν να είναι ένα αντικείμενο που ασχολείται με την νόηση της ιστορίας. Η νόηση ως έλλογη σκέψη είναι ένα χαρακτηριστικό που διαχωρίζει τον άνθρωπο από τα ζώα και, αφού ενυπάρχει σε οτιδήποτε χαρακτηρίζει με ξεχωριστό τρόπο το ανθρώπινο είδος  όπως συναισθήματα, γνώσεις, ένστικτα, βούληση, γι’ αυτό πρέπει να υπάρχει και στην ιστορία. Επειδή όμως η νόηση ως σκέψη πάνω στην ιστορία γίνεται από ανθρώπους, αναπόφευκτα κρίνεται ανεπαρκής, γιατί προσπαθεί να εξηγήσει την πορεία της ιστορίας χωρίς να λαμβάνει υπ’ όψιν το Ον. Όμως, για τον Χέγκελ, οι φιλόσοφοι δεν χρειάζεται να απελπίζονται γι’ αυτό το γεγονός, γιατί η φιλοσοφία έχει τις δικές της μεθόδους διανόησης που μπορεί να χρησιμοποιήσει για να φτάσει σε μία a priori σύλληψη της ιστορίας.[2]

Έτσι, η θεωρησιακή φιλοσοφία της ιστορίας αντιμετωπίζει την ιστορία σαν μία ιδέα που αλλάζει και εξελίσσεται συνεχώς, καθώς προσπαθεί να διαφωτίσει την πορεία των γεγονότων από το παρελθόν στο παρόν. Δηλαδή η εξέλιξη της ιστορίας καθορίζεται με κανονιστικό τρόπο από μία νοητή αρχή, που συνδέει την πρόοδο και την κατάληξη των γεγονότων στον χρόνο και δεν μπορεί να γίνει κατανοητή από τα εμπειρικά μέσα που διαθέτουν οι εξειδικευμένοι ιστοριογράφοι και οι ιστορικοί.[3] Στις μέρες μας η αξία της θεωρησιακής φιλοσοφίας της ιστορίας συχνά υποβαθμίζεται αν και αντιμετωπίζει την ιστορία με εμβρίθεια και προσφέρει μία πιο ολοκληρωμένη και ξεχωριστή ερμηνεία των ιστορικών γεγονότων απ’ αυτή που μπορεί να προσφέρει η ιστορική επιστήμη. Η φιλοσοφία της ιστορίας στη θεωρησιακή της μορφή προχωράει πέρα από τη φαινομενολογία της ιστορίας και προσδίδει στην καταγραφή των γεγονότων του παρελθόντος μία ενότητα και έναν τελεολογικό χαρακτήρα που εκλείπει από την ιστορική αφήγηση και ανάλυση.[4]

Η αποστολή των φιλοσόφων της ιστορίας που ανήκουν στο θεωρησιακό είδος είναι να προχωρήσουν ένα βήμα παραπέρα από τη δουλειά των επαγγελματιών ιστορικών και να καταλήξουν σε διορατικές εκτιμήσεις για τις εξελίξεις του μέλλοντος, χρησιμοποιώντας γενικές γνώσεις από τα γεγονότα του παρελθόντος και του παρόντος. Έτσι, οι φιλόσοφοι της ιστορίας αυτού του είδους καλούνται να διακρίνουν στη μακραίωνη εξέλιξη της ιστορίας σημεία και κρυμμένα νοήματα που διέφυγαν της αντίληψης των ιστορικών και, ως εκ τούτου, προβαίνουν σε μία μεταφυσική θεώρηση της εξέλιξης της ιστορίας. Γι’ αυτό και μερικά κοινά συμπεράσματα στα οποία καταλήγουν είναι η πίστη ότι υπάρχει μία αρχή, μία καθοδηγητική δύναμη που κατευθύνει την ιστορική εξέλιξη και, συνεπώς, μπορούν να ανευρεθούν οι μηχανισμοί με τους οποίους εξελίσσεται αυτή η κανονιστική θεωρητική αρχή, όπως επίσης και η πεποίθηση ότι υπάρχει ένας σκοπός προς τον οποίο κατευθύνεται η ιστορία, και η κατανόηση αυτής της θετικής ή αρνητικής πορείας της ιστορίας μπορεί να βοηθήσει τους ανθρώπους να προσαρμόσουν αναλόγως τους στόχους τους και την ηθική τους.[5] 

Αν και στις μέρες μας το ενδιαφέρον για τη φιλοσοφία της ιστορίας αναπτύσσεται μόνο όσον αφορά το κριτικό μέρος της, ο θεωρησιακός κλάδος ήταν αυτός που γέννησε τη φιλοσοφία της ιστορίας ως ξεχωριστό πεδίο φιλοσοφικού και όχι μόνο στοχασμού. Οι διανοητές που γράφουν έργα σχετικά με τη φιλοσοφία της ιστορίας ανήκουν κυρίως στον 18ο και 19ο αιώνα και οι περισσότεροι από αυτούς εντάσσονται και στην παράδοση του Διαφωτισμού. Μερικοί από αυτούς είναι οι ακόλουθοι: ο Βίκο με τη Νέα Επιστήμη, ο Βολταίρος με το έργο του Φιλοσοφία της Ιστορίας που εμπεριέχεται στο έργο του Εκθεση για τους Τρόπους και το Πνεύμα των Εθνών, ο Τυργκώ (Anne Robert Jacques Turgot) με τα έργα του Μια Φιλοσοφική Έκθεση των Διαδοχικών Προόδων του Ανθρώπινου Πνεύματος και την Παγκόσμια Ιστορία, ο Κοντορσέ (Marquis de Condorcet) με το Σχεδίασμα για έναν ιστορικό πίνακα των προόδων του ανθρώπινου γένους, ο Χέρντερ στα έργα του Μία ακόμη φιλοσοφία της ιστορίας για τη διάπλαση της ανθρωπότητας και Ιδέες για μία φιλοσοφία της ιστορίας της Ανθρωπότητας, ο Καντ στα δοκίμια του Ιδέα για μια γενική Ιστορία με πρίσμα κοσμοπολιτικό, Πιθανή αρχή της ιστορίας των ανθρώπων, Η διένεξη των σχολών (κυρίως το δεύτερο μέρος) και ο Χέγκελ) με τις Διαλέξεις για την φιλοσοφία της παγκόσμιας ιστορίας. Στον 20ό αιώνα υπάρχουν ελάχιστοι συγγραφείς των οποίων το έργο πραγματεύεται θέματα σχετικά με τη θεωρησιακή φιλοσοφία της ιστορίας, όπως ο Σπένγκλερ (Oswald Spengler) με το δίτομο έργο του Η παρακμή της Δύσης, ο Τόινμπι (Arnold Toynbee) με το τεράστιο και μνημειώδες έργο του, που αποτελείται από δώδεκα τόμους, Η σπουδή της ιστορίας και, τέλος, ο Φουκουγιάμα (Francis Fukuyama) με το βιβλίο του Το τέλος της ιστορίας και ο τελευταίος άνθρωπος. [6]

Από την άλλη μεριά, συγγραφείς που ασχολούνται με τον κριτικό κλάδο της φιλοσοφίας της ιστορίας ανήκουν αποκλειστικά στον 20ο αιώνα, όπως οι Ρόμπιν Τζωρτζ Κόλινγουντ (Robin George Collingwood), Καρλ Χέμπελ (Carl Hempel), Λουίς Μινκ (Louis Mink), Μωρίς Μάντελμπαουμ (Maurice Mandelbaum) και Χέϋντεν Γουάιτ (Hayden White).[7] Στον 20ό και τον 21ο αιώνα η κριτική φιλοσοφία της ιστορίας μονοπωλεί τη βιβλιογραφία και το ενδιαφέρον της φιλοσοφίας της ιστορίας, και τα πρωτογενή έργα που γράφονται συνήθως αφορούν αυτόν τον κλάδο. Ο μεταπολεμικός κόσμος, όπως διαμορφώθηκε από το τέλος του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου έως τις μέρες μας, αλλάζει με φρενήρεις ρυθμούς σε σχέση με το παρελθόν, αλλά αναγκάζεται και να προσαρμοστεί σε νέες συνθήκες, που αλλάζουν την καθημερινότητα των κοινωνιών. Από τη μία η ανθρωπότητα βιώνει μία αλματώδη ανάπτυξη της τεχνολογίας, το βιοτικό επίπεδο των πολιτών βελτιώνεται γενικά σε σχέση με το παρελθόν και διάφορες τεχνολογικές εφαρμογές που αποσκοπούν στη διευκόλυνση των ανθρώπινων αναγκών χρησιμοποιούνται μαζικά από τον πληθυσμό. Από την άλλη, αν και οι μεγάλοι πόλεμοι του παρελθόντος έχουν εκλείψει, συνεχίζονται πολλοί πόλεμοι μικρής κλίμακας, πολλές χώρες βρίσκονται σε οικονομική κρίση και ύφεση ενώ, μπροστά στον κίνδυνο πανδημιών, λοκντάουν (lockdowns) περιορίζουν την ελευθερία δράσης για λόγους υγείας. Επομένως, στη σύγχρονη εποχή, που κρίνεται αρκετά ευμετάβολη λόγω των ταχύτατων αλλαγών στην καθημερινότητα, είτε αυτές οι αλλαγές φέρουν ένα θετικό είτε ένα αρνητικό πρόσημο, το μέλλον της ανθρωπότητας θεωρείται απρόβλεπτο και τομείς όπως η θεωρησιακή φιλοσοφία της ιστορίας αντιμετωπίζονται πολλές φορές ως ουτοπικές θεωρήσεις που δεν προσφέρουν ουσιαστικές απαντήσεις στα σύγχρονα προβλήματα.[8]

Παρ’ όλα αυτά, η θεωρησιακή φιλοσοφία της ιστορίας, ως ένας κλάδος που ασχολείται κατ’ εξοχήν με την σκέψη πάνω στην ιστορία από μία φιλοσοφική σκοπιά, σίγουρα μπορεί να μας προσφέρει καινοτόμες προτάσεις για διαχρονικά θέματα που απασχολούν την ανθρωπότητα. Η φιλοσοφία της ιστορίας, λόγω της ιδιαιτερότητας του αντικειμένου της, μπορεί να απαντήσει σε πολλά θέματα που απασχολούν τους ανθρώπους μ’ έναν διαφορετικό τρόπο απ’ ότι κάνουν άλλοι κλάδοι (π.χ. ψυχολογία, ιστορία, κοινωνιολογία, πολιτική φιλοσοφία, οντολογία). Για παράδειγμα, ένα από τα πιο σημαντικά ερωτήματα που εξάπτουν την ανθρώπινη περιέργεια είναι η κατανόηση του σκοπού της ζωής, αν υπάρχει ένας τέτοιος σκοπός. Η φιλοσοφία της ιστορίας στη θεωρησιακή της μορφή μπορεί να εξηγήσει την πορεία της ιστορίας υπό το πρίσμα ενός συγκεκριμένου σκοπού, ασχέτως με το αν αυτός ο σκοπός μπορεί να διαφέρει από συγγραφέα σε συγγραφέα. Έτσι, κάποιος μπορεί να κατανοήσει τη ροή και την εξέλιξη της ιστορίας και να συμφωνήσει ή να διαφωνήσει με το κρυφό σχέδιο που κατευθύνει την ιστορική εξέλιξη, αναλόγως με τον συγγραφέα που μελετά.[9]

Επίσης, πέρα από την περιέργεια για τον σκοπό της ζωής, ένα άλλο χαρακτηριστικό που γοητεύει τον ανθρώπινο νου είναι η συνείδηση του ιστορικού χρόνου. Πολλές φορές οι άνθρωποι έχουν την αίσθηση ότι η εποχή στην οποία ζουν είναι μία περίοδος νευραλγικής σημασία για την ιστορία της ανθρωπότητας ή του έθνους στο οποίο ανήκουν, εξαιτίας διαφόρων γεγονότων που επιφέρουν συγκλονιστικές αλλαγές στην καθημερινότητα και τον τρόπο ζωής τους. Οι άνθρωποι, επειδή έχουν την συναίσθηση ότι υπάρχουν μέσα στον χρόνο, καθώς ο χρόνος κυλάει ασταμάτητα και η ηλικία τους μεγαλώνει, θέλουν να κατανοήσουν την θέση που έχουν ως άτομα και ως είδος στην ιστορία και στον χρόνο σε σχέση με την τωρινή τους κατάσταση.[10] Πρωτοφανείς καταστάσεις, όπως η εξάπλωση του κορονοϊού Covid-19 σ’ όλο τον κόσμο, μας ώθησαν να γυρίσουμε πίσω τον χρόνο και να επανεξετάσουμε αντίστοιχες καταστάσεις του παρελθόντος, όπως οι πανδημίες του μαύρου θανάτου και της ισπανικής γρίπης του 14ου και 20ού αιώνα αντίστοιχα. Ειδικά στις μέρες μας, που η πρόοδος της ιατρικής επιστήμης είναι ασύλληπτη σε σχέση με το παρελθόν, κανείς δεν θα σκεφτόταν ότι θα χρειαστεί να μπουν οι άνθρωποι σε καραντίνα για μήνες ολόκληρους λόγω ενός ιού που σκότωσε εκατομμύρια ανθρώπους. Συνεπώς, με την κατάσταση του κορονοϊού οι άνθρωποι είχαν την αίσθηση ότι η ζωή τους είχε ιδιαίτερη σημασία στην εξέλιξη της ανθρώπινης ιστορίας, καθώς βίωναν ένα πρωτοφανές γεγονός για την ιστορία της ανθρωπότητας. Η ταυτότητά τους επανακαθοριζόταν από την αναγκαιότητα της πραγματικότητας και γίνονταν προσπάθειες για να εξηγηθεί οποιαδήποτε τυχόν λογική πορεία που οδήγησε σ’ αυτό το γεγονός ή για να εξηγηθούν λογικά αντίστοιχες καταστάσεις του παρελθόντος.

Έτσι, όταν οι άνθρωποι νιώθουν ότι η ζωή τους επηρεάζεται από κάποια ανώτερη και ανεξέλεγκτη αρχή και οδηγείται προς έναν σκοπό, προς μια κατάληξη που φαίνεται ότι δεν μπορούν να την αλλάξουν, τότε μία ολιστική θεώρηση των γεγονότων του παρελθόντος είναι χρήσιμη για την επανεκτίμηση της κατάστασης που οδηγεί σε αδιέξοδο στο παρόν. Στον αντίποδα θα δούμε ότι υπάρχουν και οι καταστάσεις όπου η ζοφερή πραγματικότητα γεννά την ελπίδα για ένα καλύτερο μέλλον, όπως έγινε με την ιδέα της προόδου την εποχή του Διαφωτισμού, που συνέβαλε μάλιστα και στην ανάπτυξη του πεδίου της φιλοσοφίας της ιστορίας. Τέλος, η θεωρησιακή φιλοσοφία της ιστορίας, αν και συνδέεται με το αίσθημα της αμφιβολίας για το μέλλον, έχει αξία όχι γιατί παρηγορεί τους ανθρώπους ότι το μέλλον θα είναι καλύτερο από το παρόν, αλλά γιατί δείχνει ότι υπάρχει μια λογική συνοχή των γεγονότων μέσα στον χρόνο, που ενδεχομένως να οδηγεί σ’ έναν σκοπό ο οποίος δεν γίνεται καθόλου αντιληπτός μέσα από την απλή μελέτη της ιστορίας. Γι’ αυτό και η θεωρητική εξέταση της ιστορίας από μία φιλοσοφική σκοπιά έχει αξία όχι μόνο για την φιλοσοφία αλλά και για την ιστορική επιστήμη, καθώς συμβάλλει σημαντικά στη διαίρεση της ιστορίας σε περιόδους. Αυτός ο τρόπος θεώρησης της ιστορίας βοηθάει τους ιστορικούς να διακρίνουν τις φάσεις ακμής και παρακμής ενός πολιτισμού και να ορίσουν περιόδους  βάσει των πολιτισμικών, κοινωνικών, οικονομικών και πολιτικών εξελίξεων που βιώνει κάθε εποχή. Ο χωρισμός της ιστορίας σε περιόδους είναι πολύ σημαντικός για τη μελέτη των νεότερων και αρχαίων πολιτισμών, λαών και αυτοκρατοριών, καθώς διευκολύνει πολύ τους ιστορικούς να κατανοήσουν την εξέλιξη ενός πολιτισμού μέσα στην ιστορία και είναι ένα επίτευγμα που οφείλεται στη θεωρητική και φιλοσοφική εξέταση της ιστορίας, και όχι στην αποκλειστική μελέτη της ιστορίας μέσα από πρωτογενείς ιστορικές πηγές.[11]  

Συνεχίζοντας, η φιλοσοφία της ιστορίας αναπτύχθηκε στον Διαφωτισμό και θεμελιώθηκε πάνω στην ιδέα ότι η ιστορία ακολουθεί μία πορεία που θα οδηγεί στην σταδιακή πρόοδο του ανθρώπινου γένους. Όμως αυτή η ιδέα της προόδου κληροδοτήθηκε από την χριστιανική παράδοση, η οποία ήρθε να ανατρέψει την αντίληψη για την κυκλικότητα της ιστορίας που κυριαρχούσε στην αρχαιότητα. Ο ιστορικός  Ε. Χ. Καρ (E. H. Carr), στο έργο του Τι είναι Ιστορία;, χαρακτηρίζει τον κλασσικό ελληνορωμαϊκό πολιτισμό ως ανιστορικό. Όπως λέει, αν και ο Ηρόδοτος ήταν ο πατέρας της ιστορίας, οι απόγονοί του, δηλαδή οι αρχαίοι συγγραφείς, ελάχιστα ενδιαφέρονταν για το μέλλον και το παρελθόν. Στην αρχαιότητα επικρατούσε κυρίως η αντίληψη ότι η ιστορία ακολουθεί μία κυκλική και όχι γραμμική πορεία στον χρόνο, γι’ αυτό και τα γεγονότα του παρελθόντος ή του μέλλοντος δεν είχαν ιδιαίτερη σημασία, εφόσον κάποια στιγμή θα επαναληφθούν σε μία παρόμοια μορφή. Έτσι, επειδή η ιστορία δεν αντιμετωπιζόταν ως κάτι που αλλάζει και εξελίσσεται μέσα στον χρόνο, υπήρχε μία έλλειψη συνείδησης του ιστορικού χρόνου και τα γεγονότα του παρόντος δεν μπορούσαν να εξηγηθούν σε σχέση με το παρελθόν ή το μέλλον.[12]

Στην αρχαιότητα πολλοί άνθρωποι είχαν ελλιπή γνώση της ιστορίας ως res gestae,[13] δηλαδή είχαν περιορισμένες έως και καθόλου γνώσεις για βασικά ιστορικά συμβάντα του παρελθόντος. Γι’ αυτό και μία φιλοσοφική θεώρηση της ιστορίας δεν ευδοκίμησε στους αρχαίους χρόνους, καθώς ήταν δύσκολο να καλλιεργηθεί η αντίληψη της εξέλιξης της ιστορίας, υπό την έννοια ότι η ιστορία καθοδηγείται από μία λογική αρχή που οδηγεί την ανθρωπότητα σ’ ένα μέλλον που θα είναι διαφορετικό από το παρελθόν. Η προσήλωση στο παρόν και η έλλειψη ιστορικών γνώσεων για το παρελθόν δεν βοηθούσε ώστε να αναπτυχθεί η αντίληψη της συνέχειας της ιστορίας στο χρόνο και η πίστη ότι η ιστορία ακολουθεί κάποιο σκοπό, ο οποίος σταδιακά θα φανερωνόταν στο μέλλον.[14] Ακόμα, η εκπαίδευση στην κλασσική εποχή βασιζόταν κυρίως στην μελέτη των επών του Ομήρου και του Ησιόδου, δηλαδή η εκμάθηση των ομηρικών επών αντικαθιστούσε το μάθημα της ιστορίας και τη γνώση βασικών ιστορικών γεγονότων. Ο Όμηρος κατείχε την πρωτοκαθεδρία στην αρχαιοελληνική εκπαίδευση, καθώς τα έπη του θεωρούνταν πολύ σημαντικά για την σφυρηλάτηση των προσωπικοτήτων των νεαρών Ελλήνων, ώστε στο μέλλον να εξελιχθούν σε ηθικούς και αγαθούς άνδρες. Επομένως, οι αρχαίοι Έλληνες καλούνταν να διαμορφώσουν τις ηθικές τους αρχές εμπνεόμενοι από τα χαρακτηριστικά των ομηρικών ηρώων, καθώς αυτή η παλιά ηρωική εποχή θα επαναλαμβανόταν μ’ έναν παρόμοιο τρόπο κάποια στιγμή. Η εκπαιδευτική ύλη συνέχισε να είναι η ίδια και στην ελληνιστική εποχή, με την προσθήκη μόνο των έργων  τραγικών ποιητών όπως του Ευριπίδη, ενώ στην αρχαία Ρώμη πάλι η ποίηση έπαιρνε τον ρόλο της ιστορίας στην εκπαίδευση, μόνο που εκτός από τον Όμηρο κεντρική θέση στην ρωμαϊκή εκπαίδευση κατείχε ο Βιργίλιος και κάποιοι άλλοι ποιητές, όπως ο Έννιος, ο Ησίοδος και ο Οβίδιος.[15]

Συνεπώς, στην αρχαία ελληνική και ρωμαϊκή εκπαίδευση υπήρχε μία υποβάθμιση της ιστορίας ως γνώσης των γεγονότων του παρελθόντος και η γνώση των έργων των ποιητών αντικαθιστούσε τη γνώση των έργων των ιστορικών. Γι’ αυτό πολλοί αρχαίοι Έλληνες και Ρωμαίοι δεν ήξεραν γεγονότα που σημάδεψαν την ιστορία των πολιτισμών τους, όπως ο Πελοποννησιακός Πόλεμος και οι Περσικοί και Καρχηδονιακοί Πόλεμοι, εάν αυτά τα γεγονότα δεν είχαν συμβεί την εποχή που ζούσαν. Εξάλλου, η λέξη «ιστορία» στα αρχαία ελληνικά είχε την έννοια είτε της καλής γνώσης για κάτι είτε την έννοια της γνώσης που έρχεται ως αποτέλεσμα από μία έρευνα για κάτι. Η αλλαγή από αυτό το νόημα της λέξης «ιστορία» στη νεότερη έννοια της γνώσης των γεγονότων του παρελθόντος οφείλεται στους πρώιμους χριστιανούς συγγραφείς που χρησιμοποίησαν αυτό το νόημα της λέξης «ιστορία», για να αναφέρονται στα γεγονότα της Παλαιάς και Νέας Διαθήκης.[16] Αυτή η έλλειψη γνώσης των βασικών ιστορικών γεγονότων του παρελθόντος έπαιξε σημαντικό ρόλο, ώστε να μην ευδοκιμήσει η ιδέα της προόδου και μία γραμμική αντίληψη της ιστορίας, καθώς οι άνθρωποι δεν γνώριζαν τις σημαντικές ιστορικές εξελίξεις του παρελθόντος για να τις συσχετίσουν με το παρόν ή το μέλλον.

Ο Θουκυδίδης στην εισαγωγή του έργου του (1.1.3) λέει χαρακτηριστικά ότι δεν είχαν συμβεί πολλά σπουδαία γεγονότα στο παρελθόν, «τὰ γὰρ πρὸ αὐτῶν […] οὐ μεγάλα νομίζω γενέσθαι οὔτε κατὰ τοὺς πολέμους οὔτε ἐς τὰ ἄλλα», δηλαδή υποβαθμίζει τη σημασία των ιστορικών γεγονότων του παρελθόντος, καθώς γι’ αυτόν οι εξελίξεις του παρόντος είναι αυτές που ξεχωρίζουν για τη σπουδαιότητα τους.[17] Ο Θουκυδίδης, ως ένας από τους σπουδαιότερους ιστορικούς της αρχαιότητας, έχει μία βαθιά γνώση της ιστορίας και πιστεύει πως η ιστορία του μπορεί να χρησιμεύσει ως ένα υπόδειγμα για τις μελλοντικές εξελίξεις. Όμως αυτή η άποψη του Θουκυδίδη δικαιολογείται από την αντίληψη που έχει για την ανθρώπινη ψυχοσύνθεση, καθώς πιστεύει ότι η ανθρώπινη φύση δεν αλλάζει και, επειδή οι άνθρωποι είναι αυτοί που καθορίζουν την ιστορία, γι’ αυτό συμβάλλουν και στην επανάληψη παρόμοιων ιστορικών γεγονότων στο μέλλον, αφού η ιστορία ακολουθεί μία κυκλική και όχι εξελικτική πορεία.[18] Ο Όσβαλντ Σπένγκλερ παρατηρεί αυτό που λέει ο Θουκυδίδης στο προοίμιο του έργου του, ότι δηλαδή δεν είχαν συμβεί σημαντικά ιστορικά γεγονότα στο παρελθόν σε σχέση μ’ αυτά του καιρού του, για να υποστηρίξει, όπως και ο Έ. Χ. Καρ, ότι οι αρχαίοι ιστορικοί, όπως ο Θουκυδίδης, ο Πολύβιος και ο Τάκιτος, διαπνέονταν από ένα ανιστορικό πνεύμα που χαρακτηρίζεται από μία έλλειψη συνειδητοποίησης του ιστορικού χρόνου.[19]

Επίσης, ο Πολύβιος, έχοντας επηρεαστεί από την αντίληψη του Θουκυδίδη για την ιστορία, επικεντρώνεται και αυτός στην εξιστόρηση στρατιωτικών και πολιτικών γεγονότων που αποτελούν την «πραγματική ιστορία», έναν όρο που χρησιμοποιεί ο ίδιος, για να περιγράψει τις πράξεις που διαμορφώνουν τις πολιτικές και στρατιωτικές εξελίξεις μίας εποχής. Αυτή η ιστορία μπορεί να προσφέρει χρήσιμες γνώσεις στις μελλοντικές γενιές μέσω ποικίλων ιστορικών παραδειγμάτων, αφού μπορεί να υποδείξει τρόπους αντιμετώπισης αντίστοιχων καταστάσεων του παρόντος, λαμβάνοντας υπ’ όψιν την εξέλιξη παρόμοιων γεγονότων στο παρελθόν. Έτσι, για τον Πολύβιο, η κατανόηση της κυκλικής πορείας της ιστορίας βασίζεται στην εξέταση των πολιτικών εξελίξεων και την αλλαγή των διαφόρων πολιτικών καθεστώτων. Ακόμη, η πίστη του Πολύβιου, όπως και άλλων ελληνιστικών συγγραφέων, στη σημασία της τύχης ως μίας έννοιας που καθορίζει την ιστορία δείχνει ότι στην αρχαιότητα οι άνθρωποι πίστευαν πως η ιστορία δεν ακολουθεί κάποιο σκοπό ούτε εξελίσσεται λογικά και, ως εκ τούτου, είναι αδύνατον για την ιστορία να ακολουθεί μία γραμμική και προοδευτική πορεία όπως αργότερα πρότεινε ο Χριστιανισμός και ο Διαφωτισμός.[20] Ακόμα, οι Ρωμαίοι ιστορικοί δεν είχαν μία διαφορετική θεώρηση της ιστορίας από τους αρχαίους Έλληνες· για παράδειγμα, ο Τάκιτος θεωρεί τη μοίρα έναν σημαντικό παράγοντα στην κυκλική πορεία της ιστορίας, γι’ αυτό και κάποια γεγονότα που είναι γραφτό να συμβούν δεν μπορούν να αλλάξουν. Η παρέμβαση των θεών, όπως και η έννοια της τύχης, επηρεάζει καταλυτικά την ιστορία, γι’ αυτό και η εξέλιξη της ιστορίας θεωρείται ως απρόβλεπτη.[21]

Γενικά στην αρχαιότητα επικρατούσε η αντίληψη ότι η ιστορία ακολουθεί την φύση, γι’ αυτό και ακολουθεί μία κυκλική πορεία και επαναλαμβάνεται, όπως συμβαίνει με την ατέρμονη επανάληψη του κύκλου της μέρας και της νύχτας. Όλες οι φυσικές, πολιτικές, κοινωνικές εξελίξεις του παρόντος, από φυσικές καταστροφές μέχρι πολιτικές επαναστάσεις και πολέμους, κάποια στιγμή θα ξανασυμβούν στο μέλλον, καθώς ακολουθούν την ασταμάτητη επαναληπτική πορεία της φύσης. Γι’ αυτό και στην αρχαιότητα δεν μπορούσε να καλλιεργηθεί η πίστη σε μία θεωρητική αρχή που θα μπορούσε να καθορίσει την εξέλιξη και όχι την επανάληψη της ιστορίας. Ειδικά η πίστη σε μη λογικές έννοιες, όπως η τύχη, δεν μπορεί να συνδεθεί με την εξελικτική θεώρηση της ιστορίας, ενώ η κυκλική θεώρηση της ιστορίας είναι συνυφασμένη και με την πίστη σε μία παλιά χρυσή εποχή που θα ξαναέρθει κάποια στιγμή, έτσι ώστε η ειρήνη και η ευημερία να κυριαρχήσουν και η παρακμή να τελειώσει.[22] 

Η πίστη στην αναβίωση μίας παλιάς ένδοξης εποχής δεν είναι τυχαίο ότι είναι συνυφασμένη με μία κυκλική θεώρηση της ιστορίας. Στην  Αναγέννηση, μία περίοδο που χαρακτηρίζεται από την αντίδραση στην επικράτηση του Χριστιανισμού τον Μεσαίωνα, κυριαρχεί μία αντίληψη για την επαναληπτική πορεία της ιστορίας, καθώς οι λόγιοι της Αναγέννησης ευελπιστούν ότι σύντομα θα έρθει η αναγέννηση του αρχαίου κλασσικού πολιτισμού στο παρόν. Οι αναγεννησιακοί συγγραφείς, εξάλλου, έδωσαν στη  χιλιετία από τον 5ο έως τον 15ο αιώνα μ.Χ. το υποτιμητικό όνομα «Μεσαίωνας», καθώς θεωρούσαν ότι η επικράτηση του Χριστιανισμού σ’ αυτή την περίοδο έφερε μία γενικότερη κοινωνικοπολιτική και επιστημονική στασιμότητα, γι’ αυτό και έδωσαν βάρος στα επιτεύγματα και την αναβίωση του κλασσικού πολιτισμού, που πίστευαν ότι θα τους βγάλουν από το αδιέξοδο της εποχής τους. Οι λόγιοι της Αναγέννησης, όπως ο Πετράρχης, ήθελαν να αντιστρέψουν την χριστιανική αφήγηση που υποστήριζε ότι η έλευση του Χριστού έφερε φως στον κόσμο δίνοντας ένα καινούργιο νόημα στην εξέλιξη της ιστορίας, γι’ αυτό και υποστήριζαν ότι η αρχαία Ελλάδα και η αρχαία Ρώμη αποτελούσαν τις ένδοξες περιόδους του ανθρωπίνου γένους, που οδηγήθηκαν στην παρακμή λόγω της σκοτεινής εποχής του Μεσαίωνα.[23] 

Επομένως, στην Αναγέννηση κυριαρχεί μια κυκλική θεώρηση της ιστορίας, αφού σκοπός της Αναγέννησης είναι η αναβίωση του αρχαίου ελληνορωμαϊκού πολιτισμού και ο ενστερνισμός των χαρακτηριστικών που συνέβαλαν στην πολιτισμική, κοινωνική, πολιτική και καλλιτεχνική πρόοδο της αρχαιότητας. Σ’ αντίθεση με τον Χριστιανισμό, που βασίζεται στην πρόοδο της ανθρωπότητας στο μέλλον, η Αναγέννηση προσπαθεί να βρει την πρόοδο στο παρελθόν της αρχαιότητας.[24] Οπότε φαίνεται ότι η κοσμική αντίληψη της αρχαιότητας και της Αναγέννησης συνδέονται με την κυκλική, επαναληπτική θεώρηση της ιστορίας, ενώ η χριστιανική αντίληψη είναι γραμμική και προοδευτική, εφόσον δίνει ένα νόημα στην ιστορία και έναν σκοπό και μία αρχή βάσει της οποίας εξελίσσεται.[25] Ο Χριστιανισμός έδωσε έναν προοδευτικό χαρακτήρα στην ιστορία, καθώς η ιστορία συνεχώς προοδεύει, εξελίσσεται ακολουθώντας μία συγκεκριμένη πορεία, που έχει ως σκοπό να τελειωθεί, δηλαδή να ολοκληρωθεί με τον ερχομό της Δευτέρας Παρουσίας και της ημέρας της Κρίσεως. Γι’ αυτό η εσχατολογική φιλοσοφία του Χριστιανισμού έδωσε ένα μεταφυσικό αλλά και συνάμα συγκεκριμένο υπόβαθρο στη φιλοσοφία της ιστορίας, που δεν μπορούσε να προσφέρει η κυκλική θεώρηση της ιστορίας που επικρατεί στην αρχαία ελληνική και ρωμαϊκή γραμματεία.[26]

Στη χριστιανική γραμματεία υπάρχει ένας ξεκάθαρος σκοπός της ιστορίας, που είναι και επιθυμητός, αφού συνδυάζεται με τη σωτηρία του ανθρώπου και την έλευση της Δευτέρας Παρουσίας. Έτσι, όταν η ιστορία αποκτά ένα σκοπό όπως συμβαίνει στον Χριστιανισμό, τότε η ιστορία αποκτά έναν εξελικτικό χαρακτήρα, γιατί πρέπει να ακολουθεί συγκεκριμένα στάδια, τα οποία εκτυλίσσονται ακολουθώντας μία λογική και όχι τυχαία πορεία, αφού πρέπει κάποια στιγμή να οδηγήσουν στην τελείωση αυτού του σκοπού της ιστορίας. Αυτό το στοιχείο, λοιπόν, της προοδευτικής και λογικής πορείας της ιστορίας που δημιούργησε η πίστη στην μελλοντική λύτρωση του ανθρώπου μέσω της χριστιανικής παράδοσης επηρέασε άρδην την ανάπτυξη της φιλοσοφίας της ιστορίας στον Διαφωτισμό. Ειδικά η πίστη σ’ ένα καλύτερο μέλλον και όχι στην επανάληψη του παρελθόντος τροφοδότησε την ιδέα της προόδου και εξέφρασε με τον καλύτερο τρόπο την ελπίδα των απλών αστών του 18ου αιώνα για ένα καλύτερο μέλλον, όπου θα ζούσαν σε καλύτερες κοινωνικές και πολιτικές συνθήκες και θα απολάμβαναν έναν καλύτερο επίπεδο ζωής. Επομένως, η ανάπτυξη της θεωρησιακής φιλοσοφίας της ιστορίας την εποχή του Διαφωτισμού και η προοδευτική αντίληψη της ιστορίας που καλλιεργήθηκε είναι κατάλοιπο του τελεολογικού χαρακτήρα που προσέδωσε στην ιστορία ο Χριστιανισμός, κάτι που δεν πρέπει να παραβλέπεται εξαιτίας της αρνητικής στάσης που κράτησαν ορισμένοι διαφωτιστές απέναντι στον τελευταίο, καθώς πολλοί μονάρχες χρησιμοποίησαν την προσήλωση στη χριστιανική πίστη ως πρόφαση για να δικαιολογήσουν τον δεσποτισμό και την αυταρχική άσκηση της εξουσίας τους.[27]

Ένας σημαντικός χριστιανός φιλόσοφος που το έργο του εκφράζει την χριστιανική προοδευτική αντίληψη της ιστορίας είναι ο Άγιος Αυγουστίνος, ο οποίος δεν ασπάστηκε την ιδέα της επανάληψης της ιστορίας που κυριαρχούσε στα πρώιμα χρόνια της Μεσαιωνικής περιόδου. Ο Άγιος Αυγουστίνος θεωρούσε ότι η ιστορία ακολουθεί μία γραμμική πορεία και μ’ αυτόν τον τρόπο προσέδωσε στο παρόν μία ιστορικότητα, καθώς εάν ο Θεός δημιούργησε τον κόσμο μία συγκεκριμένη στιγμή, τότε το παρόν θα πρέπει να είναι ήδη μέρος του θεϊκού σχεδίου που εκτυλίσσεται και θα ολοκληρωθεί κάποια στιγμή με το τέλος της ιστορίας. Έτσι, επειδή η ιστορία συνεχώς εξελίσσεται και αποκαλύπτεται σταδιακά η αλήθεια και το σχέδιο του Θεού για τον κόσμο, οι άνθρωποι της επίγειας πόλης όπου κυριαρχεί ο εγωισμός και η αμαρτία θα έχουν την ευκαιρία να αλλάξουν και να εξελιχθούν μαζί με την πορεία της ιστορίας, ώστε να αποκτήσουν τα χαρακτηριστικά που αντιστοιχούν σ’ αυτούς που είναι μέλη της πόλης του Θεού.[28] Γι’ αυτό και, όταν έρθει το τέλος της ιστορίας, ο σκοπός της προοδευτικής πορείας της ιστορίας θα έχει ολοκληρωθεί, εφόσον οι άνθρωποι που ακολουθούν το θέλημα του Θεού θα βιώσουν το μεγαλείο της βασιλείας των ουρανών.[29]

Μ’ αυτόν τον τρόπο, η χριστιανική θεώρηση της ιστορίας έχει ένα βαθύτερο σκοπό από την απλή αποκάλυψη του σχεδίου του Θεού μέσα στην ιστορία, καθώς, πέρα από την μεταφυσική αντίληψη της ιστορίας, υπάρχει και μία σχέση με την ηθική καθοδήγηση των ανθρώπων. Ο σκοπός της ιστορίας δεν είναι μόνο ο ερχομός του Χριστού κατά τη Δευτέρα Παρουσία άλλα και η έξοδος του ανθρώπου από τη δυστυχία που βιώνει στην καθημερινή του ζωή. Όταν ο Θεός κρίνει ότι το σύμπαν που δημιούργησε έχει επιτελέσει τον σκοπό του, τότε θα αφανίσει τον θνητό κόσμο που βασίζεται στην αμαρτία και θα χαρίσει στον άνθρωπο την αιώνια ζωή.[30]

Φαίνεται, λοιπόν, ότι η χριστιανική φιλοσοφία της ιστορίας αφουγκράζεται τα αιτήματα των ανθρώπων της εποχής της και ερμηνεύει το παρόν κοιτώντας προς το μέλλον και όχι στο παρελθόν. Σε καιρούς ανησυχίας, όπως στα χρόνια της ύστερης αρχαιότητας και του Μεσαίωνα όπου οι γνωστές δομές του αρχαίου κόσμου αρχίζουν να κλονίζονται, η χριστιανική σύλληψη της ιστορίας μπορεί να εκφράσει την ελπίδα των απλών ανθρώπων για ένα καλύτερο μέλλον και, γι’ αυτό τον λόγο, θεωρείται ότι προλειαίνει το έδαφος για την ανάπτυξη της φιλοσοφίας της ιστορίας τον 18ο και 19ο αιώνα. Οι στοχαστές της νεότερης Ευρώπης προσπαθούσαν να εκφράσουν στα έργα τους την ελπίδα των ανθρώπων για ένα καλύτερο επίπεδο διαβίωσης, γι’ αυτό και παρουσιάζουν ένα μέλλον που χαρακτηρίζεται από τον εκδημοκρατισμό των ευρωπαϊκών κοινωνιών και την ανατροπή των απολυταρχικών καθεστώτων.[31]

Ο Διαφωτισμός είναι η περίοδος όπου αναπτύσσεται η φιλοσοφία της ιστορίας στη θεωρησιακή μορφή της και ουσιαστικά από τότε μπορούμε να μιλάμε για τη φιλοσοφία της ιστορίας ως κλάδο της φιλοσοφίας και της διανόησης γενικότερα.  Βέβαια, ο διαχωρισμός της φιλοσοφίας της ιστορίας σε θεωρησιακή και κριτική ή αναλυτική έγινε τα τελευταία χρόνια και ξεκινάει με τον Γ. Χ. Γουάλς (W. H. Walsh) και το έργο του Μία Εισαγωγή στην Φιλοσοφία της Ιστορίας (1951), όπου παρουσιάζει αυτόν τον διαχωρισμό στο πλαίσιο της εξέτασης της φιλοσοφίας της ιστορίας από αγγλόφωνους φιλόσοφους.[32] Ο Βολταίρος είναι ο πρώτος που χρησιμοποιεί τον όρο «φιλοσοφία της ιστορίας» σ’ ένα ομώνυμο έργο του, στο οποίο προσπαθεί να κατανοήσει από μια θεωρητική σκοπιά πώς ο πολιτισμός της ανθρωπότητας, στο σύνολο του, προόδευε σταδιακά με την πάροδο των αιώνων. Επίσης, ήθελε να παρουσιάσει το ελπιδοφόρο μήνυμα για ένα καλύτερο μέλλον, εκφράζοντας μ’ αυτόν τον τρόπο την ανησυχία των λαϊκών στρωμάτων της Γαλλίας και προσφέροντας ένα είδος παρηγοριάς για τις άσχημες συνθήκες διαβίωσης της αστικής τάξης, που αντιπροσώπευε την συντριπτική πλειονότητα του πληθυσμού. Άλλωστε, αυτό το κλίμα της αισιοδοξίας για το μέλλον που τροφοδοτείται από την δυσφορία του λαού ήταν και ένας από τους παράγοντες που συνέβαλαν στην έκρηξη της Γαλλικής Επανάστασης. Στο έργο του ο Βολταίρος εξέτασε διάφορους πολιτισμούς της Αρχαιότητας και των μεταχριστιανικών χρόνων από την Ευρώπη και τη Μεσοποταμία έως την Κίνα, επιδιώκοντας να καταλήξει σε ορθολογικά συμπεράσματα σχετικά με τον τρόπο εξέλιξης της ιστορίας. Επομένως, έβλεπε την πρόοδο στην ιστορία μέσα από τη συνεχή εναλλαγή πολιτισμών που πρωταγωνιστούν στην παγκόσμια ιστορία και πίστευε ότι η ανθρωπότητα συνολικά θα έφτανε σε μία κατάσταση ευημερίας, εάν σταδιακά εξέλιπαν οι πόλεμοι και περιοριζόταν ο αυταρχισμός των μοναρχικών καθεστώτων.[33]

Δεν είναι τυχαίο ότι η ανάδυση της φιλοσοφίας συμβαίνει ταυτόχρονα με το κίνημα του Διαφωτισμού, καθώς εκείνη την εποχή αρχίζει να προωθείται η ιδέα του σεβασμού των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Όπως ο Χριστιανισμός έδωσε ιστορικότητα στον παρόν επειδή το ενέταξε μέσα στο πλαίσιο της σωτηρίας και της μελλοντικής ευδαιμονίας του ανθρώπου που εκτυλίσσεται σύμφωνα με το σχέδιο του Θεού, έτσι και οι διαφωτιστές ήθελαν να μεταδώσουν στους απλούς λαϊκούς ανθρώπους την αίσθηση ενός καλύτερου μέλλοντος. Γι’ αυτό το παρόν αντιμετωπίζεται ως μία παρελθούσα κατάσταση που δεν θα επαναληφθεί, ενώ το ευοίωνο μέλλον θεωρείται ότι είναι το άμεσο παρόν σε μία διανοητική προσπάθεια να εκφραστεί η πεποίθηση ότι η πρόοδος των νεότερων ευρωπαϊκών κοινωνιών είναι πιο κοντά από ποτέ, καθώς ο επερχόμενος εκδημοκρατισμός της Ευρώπης θα αμβλύνει τις κοινωνικές ανισότητες.[34] Αυτό το κλίμα αισιοδοξίας για το μέλλον δικαιολογεί και το γεγονός, στο μυαλό των διαφωτιστών, ότι η εξέλιξη της ιστορίας πρέπει να είναι γραμμική και προοδευτική, αφού πρέπει να δηλώνει το τέλος της τωρινής αποκαρδιωτικής εικόνας των ευρωπαϊκών κρατών και τον ερχομό της προόδου και του ανθρωπισμού, ο οποίος θα πρέπει να συμβεί πολύ σύντομα. Επίσης, η ανάπτυξη της τεχνολογίας τον 18ο και 19ο αιώνα θεωρήθηκε ως προάγγελος της επικείμενης πτώσης του απολυταρχισμού και του σταματημού των συνεχών πολέμων που συνέβαιναν για πολιτικούς ή θρησκευτικούς κυρίως λόγους και είχαν ταλανίσει τις ευρωπαϊκές κοινωνίες για πολλά χρόνια. Στοχαστές, όπως ο Ντιντερό και ο Ρουσσώ, είχαν προβλέψει την έλευση της Γαλλικής επανάστασης του 1789 και θεωρούσαν το παρόν ως ένα από τα στάδια εξέλιξης της προοδευτικής πορείας της ιστορίας.[35] Ακόμη, οι πρόοδοι σε πολλές επιστήμες, όπως για παράδειγμα στη φυσική που μπορούσε πλέον να εξηγήσει με πιο ικανοποιητικό τρόπο τα φυσικά φαινόμενα αλλά και την συμπεριφορά των φυσικών αντικειμένων βάσει νόμων, δημιουργούσαν την εντύπωση ότι η φύση καθορίζεται από ντετερμινιστικά πρότυπα που μπορούν να εξηγηθούν επιστημονικά. Συνεπώς, όπως οι νόμοι της φύσης μπορούν να εξηγηθούν μέσω μίας αιτιοκρατικής προσέγγισης του κόσμου και όπως οι νόμοι της φύσης βασίζονται σε αρχές που δεν αποκαλύπτονται αυτόματα με την απλή εμπειρική παρατήρηση αλλά απαιτούν και την θεωρητική χρήση του νου, έτσι είναι εύλογο να υποθέσει κανείς ότι και η ιστορία κατευθύνεται από βαθύτερες αρχές, που δεν γίνονται εύκολα φανερές και κατανοητές, αλλά αποκαλύπτονται σταδιακά με την πάροδο των χρόνων.[36]

Συνοψίζοντας, οι αντιλήψεις για την ιστορία που κυριαρχούσαν στην αρχαιότητα και την Αναγέννηση υιοθετούσαν την άποψη της κυκλικότητας της ιστορίας και δεν πίστευαν ότι η ιστορία μπορεί να καθοδηγείται από μία υπεραισθητή αρχή που δίνει νόημα στην εξέλιξη της ιστορίας.[37] Ο Χριστιανισμός, παρουσιάζοντας την ιστορία ως ένα μέρος του σχεδίου που έχει ο Θεός για τον κόσμο, όχι μόνο έδωσε νόημα στην εξέλιξη της ιστορίας συνολικά αλλά και στη ζωή του κάθε ανθρώπου ατομικά. Εφόσον κάποιος ασπάζεται τις διδαχές του Χριστιανισμού, γίνεται ο ίδιος μέρος της ιστορίας, καθώς η ζωή του έχει πλέον έναν σκοπό. Όσες αντιξοότητες και αν βιώνει ένας άνθρωπος στο παρόν, η ζωή του στο μέλλον αποκτά έναν σκοπό, που είναι η σωτηρία του από την θνητή ζωή του και η αιώνια ευδαιμονία που θα απολαμβάνει όταν συμβεί η δεύτερη παρουσία του Χριστού στην γη.

Αυτή η αισιόδοξη και τελεολογική αντίληψη για το μέλλον που καλλιέργησε ο Χριστιανισμός όπως και η πεποίθηση ότι η ζωή του κάθε ατόμου ξεχωριστά αποκτά νόημα μέσα από την εξέλιξη της ιστορίας είναι τα χαρακτηριστικά που επηρέασαν καταλυτικά την φιλοσοφία της ιστορίας του Διαφωτισμού και έχουν χριστιανική επιρροή. Ο αυταρχισμός της πολιτικής εξουσίας, οι κοινωνικές ανισότητες και η  έλλειψη σεβασμού των ανθρωπίνων δικαιωμάτων που επικρατούσαν στην αρχή της εποχής του Διαφωτισμού δημιούργησαν την εντύπωση ότι το μέλλον θα εξελιχθεί σε κάτι διαφορετικό από το αλγεινό παρόν, μέσω του επικείμενου εκδημοκρατισμού των ευρωπαϊκών κοινωνιών. Έτσι, η ιστορία αποκτά πλέον έναν σκοπό και πρέπει να ακολουθεί μία ορθολογική και όχι τυχαία ή επαναληπτική πορεία για να ολοκληρωθεί αυτός ο σκοπός. Η εξέλιξη της ιστορίας, εφόσον οδηγεί σ’ έναν σκοπό, θα πρέπει να ακολουθεί μία λογική πορεία, γι’ αυτό και στη θέση του Θεού, που είναι αυτή η αρχή που κατευθύνει την ιστορία για τον Χριστιανισμό, οι διαφωτιστές τοποθετούν την πίστη στον Λόγο, όπως επίσης και αντί για την σωτηρία του ανθρώπου μέσω της αιώνιας ζωής ο Διαφωτισμός προτάσσει την ανάγκη για κοινωνική δικαιοσύνη, που θα απονέμεται από μία προοδευτική δημοκρατική κυβέρνηση. Η τελεολογική και προοδευτική αντίληψη της ιστορίας μαζί με την πίστη ότι η ιστορία οδηγείται σ’ ένα μέλλον που είναι πιο ευοίωνο από το παρόν και το παρελθόν είναι δύο κοινά χαρακτηριστικά που μοιράζονται Χριστιανισμός και Διαφωτισμός και οδήγησαν στην ανάπτυξη του πεδίου της φιλοσοφίας της ιστορίας, ειδικά στην θεωρησιακή της μορφή από την οποία εξελίχθηκε και η αναλυτική/κριτική φιλοσοφία της ιστορίας στα μέσα και τις αρχές του 20ού αιώνα. 

 

ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

[1] Μάικλ Στάνφορντ (Michael Stanford), An Introduction to the Philosophy of History, Blackwell, Malden Massachusetts and Oxford 1998, σ. 6-7.  

[2] Φρίντριχ Χέγκελ, Ο Λόγος στη Ιστορία- Εισαγωγή στην φιλοσοφία της Ιστορίας, μτφρ. Παναγιώτης Θανασάς, Μεταίχμιο, Αθήνα 2006, σ. 114.

[3] Τζόζεφ Μακκάρνεϋ (Joseph McCarney), Routledge Philosophy Guidebook to Hegel on History, Routledge, London and New York 2012, σ. 12.

[4] Γκρέγκορυι Μελλούις – Σουζάνα Ρίζο (Gregory Melluish – Susanna Rizzo), «Philosophy of History: Change, Stability and the Tragic Human Condition», περ. Cosmos and History: The Journal of Social and Natural Philosophy, τόμ. 13, τχ. 3, 2017, σ. 299.

[5] Βάσω Κιντή, Φιλοσοφία της Ιστορίας, Πόλις, Αθήνα 2021, σ. 34-35.

[6] Γιούνι-Μάττι Κουκάνεν (Jouni-Matti Kuukkanen), «A Conceptual Map for Twenty-First-Century Philosophy of History», στο Philosophy of History- Twenty-First- Century Perspectivesεπιμ. Γιούνι- Μάττι Κουκάνεν, Bloomsbury, London and New York 2020, σ. 2-3.  

[7] Ό.π., σ. 3.

[8] Μάρεκ Ταμ Ζόλταν Μπολντίσαρ (Marek Tamm – Zoltan Boldizsar Simon), «More-Than-Human History – Philosophy of History at the Time of the Anthropocene», στο Philosophy of History- Twenty-First- Century Perspectives, επιμ. Γιούνι-Μάττι Κουκάνεν, Bloomsbury, London and New York 2020, σ. 198-199.

[9] Μ. Κ. Λέμον (M. C Lemon), Philosophy of History- A Guide for Students, Routledge, London and New York 2003, σ. 11.

[10] Ό.π., σ. 11-12.

[11] Ό.π., σ. 12.

[12] Έντουαρντ Χάλετ Καρ (Edward Hallet Carr), What is History?, Penguin Books, London 1990, σ. 109.

[13] Η ιστορία αναφέρεται ως res gestae, όταν γίνεται λόγος για την γνώση και περιγραφή των ιστορικών γεγονότων του παρελθόντος (π.χ. η ιστορία, δηλαδή τα γεγονότα του Πελοποννησιακού Πολέμου), και η ιστορία αναφέρεται ως historia rerum gestrarum, οτάν εννοείται η ιστοριογραφία και η μεθοδολογία συγγραφής της ιστορίας (π.χ. το ύφος και η μεθοδολογία της ιστορίας του Πελοποννησιακού Πολέμου του Θουκυδίδη, δηλαδή το κατά πόσον ο Θουκυδίδης είναι μεροληπτικός ή αμερόληπτος και αν χρησιμοποιεί ορθές μεθόδους για την εξιστόρηση των γεγονότων που περιγράφει, αν αυτά που γράφει για παράδειγμα βασίζονται σε αυτόπτες μάρτυρες, μύθους ή άλλες γραπτές πηγές και πώς χρησιμοποιεί τη μεθοδολογία του στην ιστορική αφήγηση). Επίσης, η res gestae μορφή της ιστορίας σχετίζεται με τη θεωρησιακή φιλοσοφία της ιστορίας και την προσπάθεια να αναδειχθεί ένα σχέδιο που ενδεχομένως ακολουθεί η πορεία των ιστορικών γεγονότων στον χρόνο, ενώ η ιστορία ως historia rerum gestrarum συνδέεται με την κριτική φιλοσοφία της ιστορίας  και την κριτική που ασκείται στους ιστοριογράφους και τους ιστορικούς για τις μεθόδους που ακολουθούν στην ιστορική τους ανάλυση, τη μεροληψία τους, τη λανθασμένη αναπαράσταση των ιστορικών γεγονότων που πραγματοποιούν και τους  τρόπους ιστορικής ερμηνείας και αφήγησης που υιοθετούν. Βλ. Βάσω Κιντή, ό.π., σ. 32-38.

[14] Μάθιου Φοξ (Matthew Fox), Cicero’s Philosophy of History, Oxford University Press, New York 2007, σ. 248.

[15] Μαρού Ανρί-Ιρένε (Marrou Henri-Irenee), Ιστορία της Εκπαίδευσης στην Αρχαιότητα, τόμ. Α΄, Δαιίδαλος – Ι. Ζαχαρόπουλος, Αθήνα 2009, σ. 40-42, 344.

[16] Τζέραλντ Πρες (Gerald Press), The Development of the Idea of History in Antiquity, McGill-Queen’s University Press, Montreal, Kingston 2003, σ. 121-122.

[17] Θουκυδίδης, Ιστορίαι – Πελοποννησιακός Πόλεμος.  Βιβλίο Α’, μτφρ. Αθανάσιος Γιαγκόπουλος, Ζήτρος, Θεσσαλονίκη 2005), σ. 77-79.

[18] Χάντερ Ρ. Ρώλιγκς (Hunter R. Rawlings), «Thucydidean Epistemology: Between Philosophy and History», περ. Rheinisches Museum für Philologie τόμ. 153, τχ. 3/4, 2010, σ. 257.

[19] Όσβαλντ Σπένγκλερ (Oswald Spengler), The Decline of the West, τόμ. 1, μτφρ. Τσαρλς Φράνσις Άτκινσον (Charles Francis Atkinson), George Allen and Unwin Ltd, London 1929, σ. 9-10.

[20] Φρανκ Γουόλμπανκ (Frank Walbank), Polybius- Rome and the Hellenistic Word, Cambridge University Press, Cambridge, New York 2002, σ. 6-7, 15, 248.

[21] Μίριαμ Γκρίφιν (Miriam T. Griffin), «Tacitus as a Historian», στο The Cambridge Companion to Tacitus, επιμ. Α. Τ Γούντμαν (A.J. Woodman), Cambridge University Press, Cambridge, New York 2009, σ. 168-9.

[22]Λέμον, ό.π., σ. 31-33, 38.

[23] Ό.π., σ. 75-78.

[24] Ρόμπερτ Νίσμπετ (Robert Nisbet), History of the Idea of Progress, Routledge, London and New York 1994, σ. 101.

[25]Λέμον, ό.π., σ. 105.

[26] Ρομπέρο Νικολάι (Robero Nicolai), «The Place of History in the Ancient World», στο A Companion to Greek and Roman Historiography, τόμ. 1, επιμ. Τζον Μαρινκόλα (John Marincola), Blackwell , Oxford, Malden 2007, σ. 18.

[27] Καρ, ό.π., σ. 110.

[28] Ο Άγιος Αυγουστίνος, στο έργο του Η Πολιτεία του Θεού, προσπαθεί να απαντήσει στους επικριτές του Χριστιανισμού που προσπαθούν να παρουσιάσουν την αποδοχή του Χριστιανισμού από την Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία ως το κύριο αίτιο που οδήγησε στην άλωση της Ρώμης από τους Βησιγότθους το 410 π.Χ. Για τον Άγιο Αυγουστίνο, η εξέλιξη της ιστορίας καθορίζεται από την σύγκρουση μεταξύ δύο πόλεων. Από την μία υπάρχει η επίγεια πόλη του ανθρώπου όπου επικρατεί εγωισμός,  αυταρέσκεια και ηθική καταβαράθρωση και από την άλλη η ουράνια πόλη του Θεού όπου κυριαρχεί η αγάπη για τον Θεό.

[29]Λέμον, ό.π., σ. 55.

[30] Γεώργιος Καραμανώλης, Η Φιλοσοφία του Πρώιμου Χριστιανισμού, Οκτώ, Αθήνα 2017,  σ. 287.

[31] Αβιέζερ Τάκερ (Aviezer Tucker), Our Knowledge of the Past. A Philosophy of Historiography, Cambridge University Press, Cambridge, New York 2004, σ. 17.

[32] Γουίλιαμ Ντρέϋ (William Dray), Φιλοσοφία της Ιστορίας, Οκτώ, Αθήνα 2007, σ. 12.  Το βιβλίο του W. H. Walsh κυκλοφορεί στα ελληνικά:  Γουίλιαμ Χένρυ Γουάλς (William Henry Walsh), Εισαγωγή στην Φιλοσοφία της Ιστορίας, ΜΙΕΤ, Αθήνα 2006.

[33] Κάρλ Λεβίτ (Karl Lowith), Το Νόημα της Ιστορίας, Γνώση, Αθήνα 1985, σ. 162-164.

[34] Κίμπερλι Χάτσινγκς (Kimberly Hutchings), «Philosophy of History», στο The Encyclopedia of Political Thought, επιμ. Μίκαελ Τ. Γκίμπονς (Michael T. Gibbons), Wiley – Blackwell, Chichester, Madlen 2014.

[35] Ράινχαρτ Κόσελεκ (Reinhart Koselleck), Futures Past. On the Semantics of Historical Time, Columbia University Press, New York 2004, σ. 22-24.

[36] Μάργκαρετ Μικ Λέιν (Margaret Meek Lange), «Progress», στο The Stanford Encyclopedia of Philosophy, επιμ. Έντουαρντ Ν. Ζάλτα (Edward N. Zalta), [Summer 2022 edition], Enlightenment Views on Progress.

[37] Γενικά οι περισσότεροι μελετητές συμφωνούν ότι οι αρχαίοι Έλληνες και Ρωμαίοι πίστευαν ότι η ιστορία κινούταν κυκλικά, δηλαδή πολλά γεγονότα του παρελθόντος μπορεί να επαναλαμβάνονταν στο μέλλον γι’ αυτό και δεν μπορούσε να αναπτυχθεί η ιδέα ότι η ιστορία μπορεί να αλλάζει και να εξελίσσεται μ’ έναν τρόπο που θα ήταν πολύ διαφορετικός από το παρελθόν. Ωστόσο, ο κοινωνιολόγος Rober Nisbet, αν και δεν διαφωνεί με την θέση ότι οι περισσότεροι αρχαίοι συγγραφείς υιοθετούν μία κυκλική θεώρηση για την πορεία της ιστορίας, πιστεύει ότι στην κλασσική γραμματεία μπορούν να ανιχνευθούν στοιχεία της ιδέας της προόδου, δηλαδή της αντίληψης ότι η ιστορία ακολουθεί μία γραμμική, εξελικτική και όχι επαναληπτική πορεία. Βλ. Ρόμπερτ Νίσμπετ (Robert Nisbet), History of the Idea of Progress, Routledge, London and New York 19942). Επίσης, ένας διαπρεπής μελετητής του αρχαίου κλασσικού πολιτισμού, ο Ludwig Edelstein (Λούντβιχ Εντελστάιν) διαφωνεί με την αντίληψη που παρουσιάζει τους αρχαίους ως αντίθετους με την προοδευτική και γραμμική θεωρία για την εξέλιξη της ιστορίας. Αν και ο ίδιος αναγνωρίζει ότι η ιδέα της προόδου ξεκινάει από τους προφήτες της Παλαιάς Διαθήκης και τους χριστιανούς συγγραφείς, πιστεύει ότι οι αρχαίοι συγγραφείς ασπάζονταν την ιδέα της προόδου. Γι’ αυτόν οι αρχαίοι μπορεί να είχαν μία κυκλική αντίληψη για την ιστορία, όμως είχαν ιστορική συνείδηση και γνώση των γεγονότων και των επιτευγμάτων του παρελθόντος και του πώς, δηλαδή, οι εξελίξεις του παρελθόντος καθόρισαν το παρόν. Η πίστη των αρχαίων στη κυκλική πορεία της ιστορίας δεν ήταν τόσο έντονη όσο παρουσιάζεται από την πλειονότητα των μελετητών για τον Εντελστάιν. Ωστόσο, πιστεύει ότι ο λόγος που υποβαθμίστηκε η ιδέα της προόδου των αρχαίων είναι γιατί δεν συμβάδιζε με τα συμπεράσματα στα οποία κατέληγε η ιδέα της προόδου του Διαφωτισμού και του Χριστιανισμού. Η ιδέα της προόδου της αρχαιότητας επικεντρωνόταν στο παρόν, χωρίς όμως να υιοθετεί την πεποίθηση ότι το μέλλον θα είναι γενικά καλύτερο και ότι οι κοινωνίες και η ανθρωπότητα θα προοδεύουν όσο περνάει ο χρόνος. Βλ Λούντβιχ Εντελστάιν, The Idea of Progress in Antiquity, John Hopkins University Press, Baltimore 1967.  


Το κείμενο κοσμεί λεπτομέρεια από το εικαστικό έργο Allegory of History (17ος αι. ~ [16.4 x 18.5 cm]) του François Chauveau

Add comment

Comments

There are no comments yet.