
του Γιώργου Σιακαντάρη
Υπάρχουν δυο αρχές του Μακιαβέλλι, τις οποίες κλήθηκε να αντιμετωπίσει ο Φραγκίσκος, όπως και κάθε πάπας από την εποχή της νεωτερικότητας και ύστερα. Η μια αρχή δηλώνει πως υπάρχει μια ανεξάλειπτη απόσταση ανάμεσα στο ιδεώδες και το πραγματικό, το δέον και το είναι. Ο Φραγκίσκος δεν συμβιβάστηκε ποτέ με αυτή την αρχή. Προσπάθησε να μειώσει την απόσταση ανάμεσα στο ιδεώδες και το πραγματικό. Σε γενικές γραμμές τα κατάφερε. Η άλλη αφορούσε τη θέση πως η νεωτερικότητα δεν είναι συμβιβάσιμη με την πίστη και την Εκκλησία. Ο Φραγκίσκος προσπάθησε να ανατρέψει και αυτή τη θέση.
Αυτός αλλά και οι προηγούμενοι τρεις μεταπολεμικοί πάπες –εκτός του Βενέδικτου ΙΣΤ΄, η συμβολή του οποίου όμως ήταν ανεκτίμητη όσον αφορά τον εμπλουτισμό της καθολικής θεολογίας με τη νεωτερική δυτική φιλοσοφία– έκαναν ό,τι ήταν εκκλησιαστικώς δυνατόν για να κοινωνικοποιήσουν τη δράση της καθολικής εκκλησίας. Και το πρώτο βήμα τους ήταν ν’ αμφισβητήσουν δόγματα του καθολικισμού που τον κρατούσαν καθηλωμένο. Δεν είναι τυχαίο που ο καθολικισμός από τη δεκαετία του 1960 και μετά γνωρίζει άνθιση, κυρίως στην Αφρική και την Ασία, σε αντίθεση με τις άλλες δυο χριστιανικές ομολογίες. Ο Ιωάννης ΚΓ’ (1958-1963) και ο Παύλος ΣΤ΄ (1963-1978) στη Β΄ Βατικανή Σύνοδο (1962-1965) αμφισβήτησαν το δικό τους «αλάθητο», καθιστώντας επί της ουσίας ανενεργό το Διάταγμα Pastor Aeternus που καθιερώθηκε το 1870 και έμενε ακλόνητο έως τις μέρες τους, αλλά και ένα άλλο καθολικό δόγμα, το Syllabus Errorum (1864) του πάπα Πίου Θ΄. Αλλά και ο πάπας Ιωάννης Παύλος Β΄ (1978-2005), από πιο συντηρητικούς, αλήθεια, δρόμους, απ’ ό,τι οι δυο προηγούμενοι του, ανέδειξε το πρωτείο της ελευθερίας των επιλογών. Χωρίς αυτούς τους τρεις, ποτέ δεν θα είχε γίνει πάπας, ένας εκκλησιαστικός ηγέτης όπως ο Φραγκίσκος. Αυτός όμως έκανε όσα κανένας άλλος για να εξανθρωπίσει την καθολική Εκκλησία και να μετατρέψει τον κόσμο της από ένα κόσμο ουράνιων αξιών (Αυγουστίνος) σ’ ένα κόσμο ανθρώπινων αξιών (Θωμάς Ακυινάτης).
Στον κόσμο του Αυγουστίνου οι ανθρώπινες σχέσεις είναι σχέσεις αξιών. Η θεϊκή χειρ εισβάλλει στον πυρήνα των κοινωνικών πράξεων με τις δικές της αξίες. Σ' αυτό τον κόσμο αντιτάχθηκε ο Θωμάς ο Ακυινάτης με τη μεγάλη του στροφή προς την αρχαιότητα. Αν για τον Αυγουστίνο η πίστη έλυνε το μεγάλο πρόβλημα του θανάτου, για τον Ακυινάτη η πίστη απαντούσε στο πρόβλημα της επίγειας ζωής. Ακριβώς στο πρόβλημα της ζωής των φτωχών και των αδικημένων επικέντρωσε τη δράση του ο Φραγκίσκος. Πώς όμως μπορεί κανείς στην καθολική Εκκλησία, έναν εκ της φύσης του συντηρητικό θεσμό, να εστιάσει στους αδικημένους και άτυχους των ελεύθερων αγορών και της ζωής (μετανάστες, φυλακισμένοι, γυναίκες κυρίως μονογονεϊκών οικογενειών, ομοφυλόφιλοι κ.α.) χωρίς να κάνει πολιτική; Και αυτός ο πάπας συνέχισε το έργο των προηγούμενων μεταπολεμικών παπών. Έκανε πολιτική. Έκανε όμως πολιτική καθοδηγούμενος από την αποστολική παραίνεση Amoris laetitia (η χαρά της αγάπης). Έκανε καλή, πολύ καλή πολιτική, όταν δήλωνε πως «κανείς δεν ανησυχεί για την ευλογία που θα λάβει ένας επιχειρηματίας, ο οποίος εκμεταλλεύεται τον κόσμο, κάτι που συνιστά βαρύτατο αμάρτημα, ή όποιος μολύνει τον Οίκο όλων μας, ενώ δημόσια σκανδαλίζεται αν ο πάπας δώσει την ευλογία του σε μια διαζευγμένη γυναίκα ή σ’ έναν ομοφυλόφιλο».[1] Όπως και ο Βοϊτίλα, έτσι και αυτός κατανόησε πολύ καλά πως η χριστιανική καθολική Εκκλησία δεν βρίσκεται στον ουρανό αλλά στη γη. Και οι δυο, με πολύ διαφορετικό τρόπο ο καθένας, με τη μάχη του κατά του ακραίου ολοκληρωτισμού ο Βοϊτίλα, με τη μάχη του κατά του ακραίου καπιταλισμού ο Φραγκίσκος, έδειξαν πως η Εκκλησία, αν θέλει να επιβιώσει, είναι υποχρεωμένη να λύνει πολιτικά προβλήματα. Ο κόσμος των εκκλησιών στην εποχή της νεωτερικότητας έστω και της ύστερης, όσο και να το θέλει, δεν κατέχει πλέον τη θέση της παλιάς «αυθεντίας». Και αυτό προσπάθησε να δείξει στην Εκκλησία του ο Φραγκίσκος. Στη νεωτερικότητα δεν υπάρχουν μεταφυσικές αυθεντίες. Όλα –και τα καλά και τα κακά– είναι του κόσμου τούτου.
Ο Φραγκίσκος προειδοποιούσε, όχι γενικά και αφηρημένα για την κλιματική κρίση, αλλά για τις συνέπειες στη φύση της αλόγιστης καπιταλιστικής της εκμετάλλευσης. Μιλούσε όχι γενικά για τις ανισότητες, αλλά για τις ανισότητες που γεννά την εποχή της παγκοσμιοποίησης ο χρηματοπιστωτικός καπιταλισμός-καζίνο. Μιλούσε όχι μόνο υπέρ των μεταναστών, αλλά και κατά εκείνων που με την απληστία τους οδηγούν τους ανθρώπους να εγκαταλείπουν τις εστίες τους. Είμαι σίγουρος που θα του άρεσαν οι παρακάτω στίχοι από το ποίημα «Ψαλμός» της Πολωνής ποιήτριας Βισουάβα Σιμπόρσκα: «Ω, πόσο διάτρητα είναι τα σύνορα των ανθρώπινων κρατών! / Πόσα σύννεφα διαβαίνουν ατιμώρητα από πάνω τους / πόση άμμος των ερήμων ξεχύνεται απ’ τη μια χώρα στην άλλη, / πόσα βουνήσια λιθαράκια κατρακυλούν προς ξένο έδαφος / αναπηδώντας προκλητικά […] Μόνο το ανθρώπινο καταφέρνει να είναι πραγματικά ξένο / Τα υπόλοιπα είναι μεικτά δάση, υποχθόνιο σκάψιμο του τυφλοπόντικα και άνεμος».[2] Αυτός επιχείρησε να αναβαθμίσει τον ρόλο των γυναικών μέσα και εκτός της Εκκλησίας. Ήταν ταπεινός γι’ αυτό και ζήτησε να τον συνοδεύσουν στην τελευταία κατοικία του σαράντα ταπεινοί και καταφρονημένοι άνθρωποι. Βεβαίως, εκτός του πνεύματος του ήταν η επίδειξη αυτής της ταπεινότητας. Γι’ αυτό και είναι καταδικαστέα η φωτογραφία του με τα φθαρμένα παπούτσια στο φέρετρό του που κοινοποίησε η ίδια η καθολική Εκκλησία. Ήταν μια πράξη που αν μπορούσε να τη δει ο ίδιος, θα πέταγε έξω από τον ναό, όπως και ο Ιησούς, όλους όσοι σκέφτηκαν να κάνουν κάτι τέτοιο. Γιατί αυτός ήταν ταπεινός από πεποίθηση και όχι για την επίδειξη και την επικοινωνία. Ήταν ένα κακό μήνυμα που ήρθε ταυτόχρονα με τον υπέροχο επικήδειο του επιστήθιου φίλου του καρδινάλιου Τζοβάνι Μπατίστα Ρε. Πράγμα που δείχνει και τις δυσκολίες που μπορεί να έχει η συνέχιση του παραδείγματός του, αν και δεν αποκλείεται να υπάρξει τέτοια συνέχεια. Αυτός, ένας Ιησουίτης, δεν διάλεξε τυχαία να ονομαστεί Φραγκίσκος, τιμώντας έτσι τον ταπεινό «φτωχούλη του Θεού» και εμπνευστή του τάγματος των Φραγκισκανών. Στο δικό του μυαλό όλοι αυτοί οι διαχωρισμοί, αλλά και ο διαχωρισμός της καθολικής εκκλησίας από την ορθόδοξη και την προτεσταντική ήταν αγκάθια που πρέπει να βγουν από το σώμα της μιας και ενιαίας Εκκλησίας. Ο Φραγκίσκος ήθελε αυτήν την ενότητα όχι για να δυναμώσει μόνο την Εκκλησία, αλλά και γιατί έβλεπε πως κάτι τέτοιο θα συνέβαλε στην αντιμετώπιση των δυσκολιών που αντιμετωπίζουν ένθεοι και άθεοι σ’ ένα κατακερματισμένο κόσμο. Σίγουρα είχε ακούσει τον πολωνό πιστό που στη κηδεία του πάπα Ιωάννη Παύλου Β΄ δήλωνε στις κάμερες «είμαι ένας απλός πολίτης, αλλά μπορώ να σας διαβεβαιώσω πως αυτός ο πάπας ήταν η μοναδική εξουσία που αναγνώριζα». Γνώριζε δηλαδή τη μεγάλη σημασία που είχε η ύπαρξη μιας Εκκλησίας δίπλα στους απλούς ανθρώπους σε μια εποχή που οι θεσμοί λαϊκής κυριαρχίας (κόμματα και κοινοβούλια) απαξιώνονται. Όπως αναφέρει στην αυτοβιογραφία του η παπική του θητεία δεν ήταν αποκομμένη ούτε από τον λαό του Θεού ούτε από το κολέγιο των καρδιναλίων. «Οι πιο δύσκολες αποφάσεις, οι πιο κρίσιμες αποφάσεις έχουν ληφθεί μετά από διαβούλευση και στοχασμό, σε αναζήτηση ομοφωνίας και πάνω σ’ έναν συνοδικό δρόμο».[3] Γι’ αυτόν, το Κονκλάβιο εξέφραζε την αρχή extra omnes (έξω όλοι), ενώ η Εκκλησία έπρεπε να εκφράζει την αρχή intra omnes (όλοι μέσα). Επιχείρησε να ενώσει αυτές τις δυο αρχές. Δηλαδή επιχείρησε να διασώσει ένα θεσμό της πίστης που όμως –παρά τις αντίθετες απόψεις των λαϊκιστών του αντικληρικαλισμού– χρειάζονται οι κοινωνίες για να διατηρήσουν την κοινωνική τους συνοχή, παράλληλα με τη σκέψη του Διαφωτισμού. Και ας μη φανταζόμαστε πως δεν υπήρχαν αντιδράσεις μέσα σ’ όλες τις χριστιανικές εκκλησίες γι’ αυτές τις θέσεις του.
Μέσα από αυτό το πρίσμα οφείλουμε να δούμε και κάποιες «συντηρητικές», για ορισμένους θέσεις του, όπως η καταδίκη των αμβλώσεων και των εκτός γάμου σεξουαλικών σχέσεων. Κάποιοι τον κατηγορούν γι’ αυτές. Δεν κατανοούν πως αν ο Φραγκίσκος δεν ήθελε να καταστρέψει τον οργανισμό στον οποίο ηγείτο, έπρεπε να σεβαστεί κάποιες θεμελιώδεις αρχές του. Ο Φραγκίσκος ήταν ένας προοδευτικός άνθρωπος που τέθηκε επικεφαλής ενός συντηρητικού θεσμού. Κατανόησε πως αυτός ο θεσμός, αν θέλει να επιβιώσει, πρέπει να αλλάξει. Την ίδια όμως στιγμή γνώριζε πολύ καλά πως όποιος θέλει ν’ αλλάξουν όλα, στην ουσία δεν θέλει ν’ αλλάξει τίποτα. «Αν θέλουμε να μείνουν όλα όπως είναι, τότε πρέπει όλα να αλλάξουν», έλεγε στη γνωστή φράση, ο νεαρός καιροσκόπος αριστοκράτης Τανκρέντι στον θείο του και σοφό γηραιό πρίγκιπα ντι Σαλίνα για να τον πείσει πως μόνο η συμμετοχή της αριστοκρατίας στο κίνημα της ιταλικής ενοποίησης μπορεί να κρατήσει την αριστοκρατία στα πράγματα.[4] Αν αυτή αντιταχθεί θα χάσει τα πάντα, αν συμμετάσχει θα κρατήσει τα κεκτημένα της. Ο Φραγκίσκος δεν ήθελε «να αλλάξουν όλα», για να μείνουν επί της ουσίας όλα ως έχουν. Ήθελε να αλλάξουν όσα μπορούν ν’ αλλάξουν, για να μη μείνουν όλα ίδια. Γι’ αυτό και δεν ήταν ούτε αιρετικός, ούτε επαναστάτης, αλλά ένας πάπας «του λαού του Θεού».
ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
[1] π. Φραγκίσκος, Η ελπίδα, μτφρ. Άννα Παπασταύρου, Gutenberg, Αθήνα 2025, σ. 235.
[2] Βισουάβα Σιμπόρσκα, Η ζωή εδώ και τώρα, μτφρ. Μπεάτα Ζουλκιέβιτς, Καστανιώτης, Αθήνα 2021, σ. 129-130.
[3] π. Φραγκίσκος, Η ελπίδα, ό.π., σ. 235.
[4] Τομάζι Λαμπεντούζα, Ο γατόπαρδος, μτφρ. Μαρία Σπυριδοπούλου, Bell, Αθήνα 2016.
Add comment
Comments