Για τον «Κόκκινο λιμό» της Αν Άπλμπαουμ

Published on 1 March 2024 at 19:15

του ΝΙΚΟΥ ΤΣΕΚΟΥ

 

Αν Άπλμπαουμ, Ο κόκκινος λιμός, Ο πόλεμος του Στάλιν εναντίον της Ουκρανίας,[1] μτφρ. Μενέλαος Αστερίου, εκδόσεις Aλεξάνδρεια, 2019 [2017], σ. 453.  

 

Tα βιβλία και τα άρθρα της πολωνονοαμερικανίδας δημοσιογράφου και ιστορικού Aν Άπλμπαουμ εκτείνονται σε μεγάλο εύρος ζητημάτων, κυρίως όμως έχει ασχοληθεί με την Ιστορία της Σοβιετικής Ένωσης και με ζητήματα όπως τα προβλήματα της σύγχρονης δημοκρατίας στον δυτικό κόσμο. Έχει λάβει το βραβείο Πούλιτζερ για το βιβλίο Γκούλαγκ: Η αληθινή ιστορία (Ιωλκός, Αθήνα, 2009).

Με τον όρο, Κόκκινος λιμός, η συγγραφέας γράφει για το γνωστό Χολοντομόρ. H σύνθετη ουκρανική λέξη Голодомор (Χολόντ: πείνα και Μορ: θάνατος-εξόντωση) αναφέρεται στον τρομερό λιμό, στην περιοχή της Σοβιετικής Ουκρανίας, κατά την περίοδο 1932-1933, που είχε ως αποτέλεσμα την εξόντωση πάνω από 3,9 εκατομμυρίων Ουκρανών.[2]

Τα πρώτα κεφάλαια του βιβλίου, περιγράφουν την πολιτική κατάσταση της Σοβιετικής Ουκρανίας από το 1917 έως το 1931. Στη συνέχεια το βιβλίο επικεντρώνεται στο κύριο θέμα του, στον λιμό του Φθινοπώρου, Χειμώνα και της Άνοιξης του 1932-1933, παραθέτοντας ακόμα και μαρτυρίες επιζώντων. Όπως τονίζεται με έμφαση μια από τις επιδιώξεις της ηγεσίας της Σοβιετικής Ένωσης ήταν να δημιουργήσει τεχνητό λιμό, ως μέσο φυσικής εξόντωσης οποιουδήποτε προσώπου προσπαθούσε να καλλιεργήσει την ουκρανική γλώσσα, κουλτούρα και εθνική συνείδηση. Η Άπλμπαουμ υποστηρίζει ότι οι σοβιετικές αρχές στρέφονταν κατά της ουκρανικής διανόησης σε όλη τη δεκαετία του 1930 και ότι η σοβιετική ηγεσία επέλεξε να καταστρέψει την ουκρανική εθνική ταυτότητα με το Χολοντομόρ το 1932-1933 και ολοκλήρωσε τους στόχους της με τον Μεγάλο Τρόμο του 1937-1938.

Κύριος στόχος της, όσον αφορά την αγροτική Ουκρανία, ήταν η επικράτηση της κολεκτιβοποίησης. Μπορούμε να καταλάβουμε την οπτική των σοβιετικών αρχών για την αγροτική τάξη της Ουκρανίας μέσα από τις σκέψεις του Ρώσου ποιητή Μαξίμ Γκόρκι (1868-1936), όπως αυτές παρατίθενται στην αρχή του όγδοου κεφαλαίου του βιβλίου και οι οποίες, αν και αφορούν την περίπτωση των Ρώσων αγροτών, αποτελούν άποψη για την αγροτιά όλης της Ε.Σ.Σ.Δ., άρα και της Ουκρανίας: «Όπως οι Εβραίοι τους οποίους ο Μωυσής οδήγησε μακριά από την δουλεία στην Αίγυπτο, οι ημιάγριοι, ηλίθιοι, βραδυκίνητοι άνθρωποι των ρωσικών χωριών[…] θα εκλείψουν και τη θέση τους θα πάρει μια νέα φυλή: μορφωμένοι, λογικοί εγκάρδιοι άνθρωποι.». Αυτή η γενικευμένη αντίληψη για όλους τους αγρότες, οφείλεται σύμφωνα με την Άπλμπαουμ, στη ρωσική παιδεία, που είχαν λάβει τα ηγετικά μέλη του κόμματος των μπολσεβίκων, μέσω της οποίας διδάχτηκαν ότι η Ουκρανία ήταν  μέρος του ρωσικού κόσμου.

Με αυτήν την πεποίθηση οι μπολσεβίκοι εισέβαλαν τον Δεκέμβριο του 1917 και τον Δεκέμβριο 1918, στο νεοσύστατο Ουκρανικό κράτος που είχε προσπαθήσει να διακηρύξει την ανεξαρτησία του με το Πανουκρανικό Εθνικό Συνέδριο της 19ης Απριλίου του 1917. Ειδικότερα μετά την δεύτερη εισβολή ακολούθησε ένα «χάος» αντικρουόμενων δυνάμεων και εμφυλίου πολέμου. Όπως αναφέρεται στη σελίδα 50:

τα πογκρόμ [κατά των Eβραίων από όλες τις δυνάμεις των αντιμαχομένων] και ο εμφύλιος πόλεμος συνέβαλαν στην αποκτήνωση της κοινωνίας, η οποία έμαθε γρήγορα να συμμορφώνεται με τη θέληση των ενόπλων δυνάμεων. Θα βρούμε ομοιότητες με τις μεθόδους που χρησιμοποιήθηκαν σε αυτά τα πογκρόμ με την πρόταση Λένιν του 1921, στην διάρκεια της εκστρατείας για την συγκέντρωση σιτηρών, να πιάνουν ομήρους για να εξαναγκάζουν τους αγρότες να παραδίδουν τα σιτηρά τους. Αυτές οι μέθοδοι στοίχειωναν επίσης την εκστρατεία της κολεκτιβοποίησης μια δεκαετία αργότερα, όταν χρησιμοποιήθηκαν οι ίδιες μέθοδοι που είχαν χρησιμοποιηθεί το 1919 για να τρομοκρατήσουν τους κουλάκους.

Εν τέλει οι μπολσεβίκοι επέβαλαν μια ταραχώδη ειρήνη στο μεγαλύτερο μέρος της Ουκρανίας το 1920-1921. Οι βασικότερες επιδιώξεις τους ήταν η εισαγωγή Ουκρανικών σιτηρών για τις ανάγκες του σοβιετικού κράτους και η κατάργηση της ατομικής αγροτικής ιδιοκτησίας, η οποία θεωρήθηκε ότι συνδεόταν άρρηκτα με τον Ουκρανικό εθνικισμό. Άλλωστε σύμφωνα με τη συγγραφέα, ενώ ο Λένιν είχε αμφίθυμη στάση απέναντι στο αγροτικό ζήτημα, ο Στάλιν ήταν σαφής: Στο δοκίμιο του, Ο μαρξισμός και το εθνικό ζήτημα, το οποίο γράφτηκε το 1913, υποστήριζε με σιγουριά ότι εθνικισμός και αγροτιά ταυτίζονταν.

Ήδη κατά την πρώτη εισβολή των μπολσεβίκων στην περιοχή της Ουκρανίας, άρχισε η συγκέντρωση σιτηρών για τις ανάγκες του Σοβιετικού κράτους και συνεχίστηκε σε όλη την διάρκεια του Ρωσικού Εμφυλίου Πολέμου (1918-1921). Αυτό έγινε στο πλαίσιο της κοινωνικο-οικονομικής πολιτικής του πολεμικού κομμουνισμού, ο οποίος ειδικότερα στο ζήτημα της αγροτικής πολιτικής, σήμαινε επιτάξεις σιτηρών δια των όπλων, διανομή ενός μερίσματος στους αγρότες και πώληση των υπόλοιπων σιτηρών στο εξωτερικό. Παρόλα αυτά τα σκληρά μέτρα, η κοινωνικοοικονομική πολιτική του πολεμικού κομμουνισμού (1918-1921), σε συνδυασμό με την αδυναμία υλοποίησης της Νέας Οικονομικής Πολιτικής του Λένιν (1921-1928) δεν πέτυχαν τους στόχους τους. Με αποτέλεσμα το 1921 και το 1928-1929 να εμφανιστεί για πρώτη φορά λιμός στην Σοβιετική Ένωση.

Πώς όμως οδηγήθηκε η Ουκρανία στον Κόκκινο Λιμό; Τα γεγονότα περιγράφονται ως εξής: η Νέα Οικονομική Πολιτική του Λένιν έφτανε στο τέλος της το 1928 και η οικονομική πολιτική της Ε.Σ.Σ.Δ. που θα την διαδέχονταν ονομάστηκε Πρώτο Πεντάχρονο Πλάνο, μέρος του οποίου ήταν η κολεκτιβοποίηση. Η διαφορά όμως ανάμεσα στην Σοβιετική Ρωσία και στην Σοβιετική Ουκρανία ήταν η εξής: Στην πρώτη πριν από την επανάσταση του 1917 οι πιο πολλές φάρμες ήταν συλλογικές, ενώ στην Ουκρανία υπήρχε ισχυρό καθεστώς ιδιωτικής ιδιοκτησίας. Έτσι λίγοι Ουκρανοί αγρότες κατά την διάρκεια της κολεκτιβοποίησης συμφώνησαν να ενταχθούν σε κολχόζ, παρόλο που το σοβιετικό καθεστώς ασκούσε πιέσεις με όποιο μέσο διέθετε, ακόμα και με τη βία, τον εξαναγκασμό και τον εξευτελισμό.

Εντούτοις η κολεκτιβοποίηση δεν  προχωρούσε με τον ρυθμό που ήθελε το σοβιετικό κράτος, καθώς οι κουλάκοι δεν προσχωρούσαν μαζικά στα κολχόζ και πολλοί Ουκρανοί αγρότες που ήταν ενταγμένοι στα κολχόζ, συχνά κατέστρεφαν τα μηχανήματα που τους είχαν δοθεί από το καθεστώς. Η συγγραφέας πιστεύει ότι ο «λουδιτισμός» των ουκρανών αγροτών οφειλόταν στην αναγκαστική παραχώρηση σιτηρών στο σοβιετικό κράτος, το οποίο στη συνέχεια θα τα πουλούσε στο εξωτερικό σε χαμηλές τιμές.

Παρά ταύτα οι σοβιετικές αρχές ήταν αισιόδοξες, καθώς μετά τον θερινό θερισμό του 1930 μπόρεσαν να συγκεντρώσουν τον αριθμό σιτηρών που χρειάζονταν. Στην πορεία βέβαια, θα καταλάβουν ότι η αισιοδοξία τους ήταν εσφαλμένη. Όπως αναφέρεται στη σελίδα 157: «Το επίσημο σύνολο του θερισμού του 1931-1932 ανερχόταν τελικά σε 69.50.000 τόνους και όχι σε ογδόντα τρία εκατομμύρια και πάνω.». Η ηγεσία αντιμετώπισε την κατάσταση αυτή ρίχνοντας το φταίξιμο για την μειωμένη παραγωγή σιτηρών, στην ύπαρξη εχθρών εντός των σοβιετικών συνόρων, στους οποίους συγκαταλέγονταν κουλάκοι, «σαμποτέρ» καθώς και «ξένοι πράκτορες». Το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα για την περίπτωση των Ουκρανών «εσωτερικών εχθρών» ήταν το διάταγμα στις 7 Αυγούστου του 1932, που οδήγησε στα τέλη της ίδιας χρονιάς στην εκτέλεση και στην φυλάκιση σε στρατόπεδα εργασίας- γκούλαγκ, πολλών χιλιάδων Ουκρανών (ΚΛ, 173-174).

Αυτή η συνολικότερη πολιτική της Σοβιετική Ένωσης κατά των Ουκρανών αγροτών προκάλεσε τον θάνατο από λιμό, σχεδόν τεσσάρων εκατομμυρίων ανθρώπων. Άλλοι μετανάστευσαν στις βιομηχανικές πόλεις της Ε.Σ.Σ.Δ. και όσοι είχαν ακόμη συνάλλαγμα και χρυσά αντικείμενα τα πούλησαν στα ειδικά καταστήματα «Τοργκσίν» προκειμένου  να επιβιώσουν.

Ως «εσωτερικοί εχθροί» του καθεστώτος και των εντολών του δεν θεωρήθηκαν μόνο οι ουκρανοί αγρότες αλλά και τα ίδια τα μέλη του Ουκρανικού Κομμουνιστικού κόμματος, του οποίου η φήμη του είχε πληγεί ήδη από το 1929, καθώς ο Στάλιν και το επιτελείο του θεωρούσαν ότι το Κόμμα είχε καλές σχέσεις με τους κουλάκους. Όταν το 1932 εκατοντάδες στελέχη του από τα κατώτερα κλιμάκια αντιστάθηκαν στις επιτάξεις σιτηρών, το καθεστώς θεώρησε τις ενέργειες τους προδοσία. Το αποτέλεσμα ήταν ότι ο Στάλιν εξαπέλυσε  κύμα συλλήψεων και διώξεων εναντίον των κατώτερων στελεχών του Ουκρανικού Kομμουνιστικού κόμματος τον Χειμώνα του 1932-1933, με στόχο να το μετατρέψει σε πειθήνιο όργανο του Σοβιετικού κέντρου. Η μυστική αστυνομία ήταν το κύριο μέσο για την δίωξη των μελών του.

Ανακεφαλαιώνοντας, σύμφωνα με τη συγγραφέα, η σοβιετική ηγεσία δεν πίεζε μόνο για την  συγκέντρωση σιτηρών με σκοπό την πώληση τους στο εξωτερικό, επεδίωκε επίσης να κάμψει την αντίσταση που έδειχναν οι αγρότες στην πολιτική της κολεκτιβοποίησης, ακόμα και αν αυτό σήμαινε την φυσική τους εξόντωση. Βέβαια η ανομολόγητη επιθυμία του καθεστώτος ήταν η ολοκλήρωση της ρωσοποίησης της Ουκρανίας. Αυτό φαίνεται και από το γεγονός ότι πληθυσμοί που κατοικούσαν στην σοβιετική Ουκρανία, όπως οι Εβραίοι, Γερμανοί και Πολωνοί δεν θεωρήθηκαν από το καθεστώς ως «εσωτερικοί εχθροί» τα έτη 1932-1933 και δεν λιμοκτόνησαν στον ίδιο βαθμό με τους Ουκρανούς γείτονες τους.

Ρωσοποίηση σήμαινε την αφομοίωση των πολιτισμικών στοιχείων της Ουκρανίας και την αλλοτρίωση της εθνικής της ταυτότητας, την οργανωμένη εξαφάνιση της ουκρανικής γλώσσας και κουλτούρας. Χαρακτηριστικά παραδείγματα υπάρχουν στις σελίδες 208 -209 του κειμένου. «Το 1933 απολύθηκαν όλοι οι περιφερειακοί υπεύθυνοι της παιδείας μαζί με την μεγάλη πλειονότητα των τοπικών υπαλλήλων τους. Περίπου τέσσερις χιλιάδες εκπαιδευτικοί Ουκρανοί χαρακτηρίστηκαν ως “ταξικοί εχθροί”.», γράφει η συγγραφέας και συνεχίζει: «Στη διάρκεια των κρίσιμων ετών 1932-1933 ολόκληρα ιδρύματα, όπως το Πολωνικό Παιδαγωγικό Ινστιτούτο και ένα γερμανικό σχολείο δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, έκλεισαν ή εκκαθαρίστηκε πλήρως το προσωπικό τους. Έκλεισαν επίσης πανεπιστημιακές σχολές και εκδοτικοί οίκοι. Σαράντα εργαζόμενοι στην Ουκρανική Εθνική Βιβλιοθήκη συνελήφθησαν ως “εθνοφασίστες δολιοφθορείς”». Βιβλία απαγορεύτηκαν μεταξύ των οποίων και έργα ουκρανών συγγραφέων. Έτσι σταδιακά παρήκμασε η ουκρανική γλώσσα και κουλτούρα που άρχισαν να αντικαθίστανται από τη Ρωσική γλώσσα και κουλτούρα.

Είναι φανερό λοιπόν ότι  απώτερος στόχος της σοβιετικής εξουσίας στην δεκαετία του 1930 ήταν η εθνική, πολιτική και φυσική εξόντωση των Ουκρανών οι οποίοι αντιστέκονταν στις πολιτικές αφομοίωσης.

Μετά το 1930 κανείς πια δεν αναφερόταν δημόσια στον λιμό. Αυτή η λέξη είχε γίνει ταμπού και κυριαρχούσε η απόκρυψη των γεγονότων, καμία εφημερίδα δεν έγραφε πλέον ανοιχτά για τον λιμό και η στατιστική έρευνα του 1937 που αφορούσε το Χολοντομόρ, δεν ανακοινώθηκε ποτέ. Επιπλέον το σοβιετικό κράτος δεν κράτησε ποτέ κανένα επίσημο αρχείο σχετικά με τα θύματα.

Παρέμενε όμως ο κίνδυνος  να ενημερωθεί η κοινή γνώμη στο εξωτερικό και το καθεστώς είχε να αντιμετωπίσει διαρροές πληροφοριών που έβγαιναν έξω από τα σύνορα του κράτους. Όπως για παράδειγμα το ανώνυμο γράμμα που έχει λάβει το Βατικανό σχετικά με τον λιμό, τον Απρίλιο του 1933 (σ. 293). Βέβαια, γράφει η συγγραφέας, η real politik της εποχής επέβαλε στις ευρωπαϊκές πρεσβείες που βρίσκονταν στη Σοβιετική Ένωση να μη μιλάνε προς τα έξω για αυτόν, παρόλο που είχαν γνώση της κατάστασης. Μια τέτοια περίπτωση ήταν η Βρετανική πρεσβεία, η οποία το 1939 είχε σαφώς ενημερωμένους διπλωμάτες σχετικά με τα θύματα του Χολοντομόρ.

Επιπλέον πολλοί συγγραφείς, δημοσιογράφοι και ειδικότερα δυτικοί σοσιαλιστές δεν ήθελαν να αποκαλυφθούν τα «κακώς κείμενα» του υπαρκτού σοσιαλισμού και ισχυριζόταν ότι δεν υπήρξε λιμός. Αρκετοί από αυτούς είχαν επισκεφθεί την Σοβιετική Ένωση, αλλά τους επιτρεπόταν πρόσβαση μόνο σε ορισμένες περιοχές και τους υποδέχονταν πλουσιοπάροχα. Μια τέτοια χαρακτηριστική περίπτωση ήταν του Αμερικανού συγγραφέα Τζορτζ Μπέρναρντ Σω.

Η αναφορά στο Χολοντομόρ και η αποκάλυψη της αλήθειας θα ξεκινήσουν από ουκρανούς συγγραφείς στον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, στα σκληρά χρόνια της γερμανικής εισβολής και κατοχής στην Ουκρανία, που διήρκησε από το 1941 έως το 1944. Στη δεκαετία του ’70 πια, επανήλθε η ιστορική έρευνα και μελέτη των γεγονότων του λιμού, αφού η ουκρανική διασπορά στην Ευρώπη, στον Καναδά και στις  Η.Π.Α, ήταν αρκετά ισχυρή, ώστε να έχει τους δικούς της ιστορικούς, περιοδικά και τα δικά της ερευνητικά ιδρύματα.

Η σημαντικότερη όμως προσπάθεια στην Δύση για την ανάδειξη  του λιμού, θα αποκαλυφθεί από το καναδικό ντοκιμαντέρ του 1985, με τίτλο Θερισμός της απόγνωσης και την ταινία Θερισμός της θλίψης (1986). Το αποτέλεσμα ήταν να οδηγηθεί το Κογκρέσο των Η.Π.Α το 1988  στον ορισμό επιτροπής, η οποία θα μελετούσε τον λιμό. Το πόρισμα της επιτροπής ήταν ξεκάθαρο. Ένα μεγάλο μέρος της Ουκρανίας και του Βορείου Καυκάσου (όπου κατοικούσαν πολλοί Ουκρανοί) έπεσαν θύματα κατασκευασμένου λιμού.

Το Κομμουνιστικό Κόμμα της Ουκρανίας στα τέλη του 1980 επιθυμώντας να καταγράψει την δική του αφήγηση για τον λιμό  κάλεσε κορυφαίους ειδήμονες της Ακαδημίας Επιστημών της Ουκρανίας και του Ινστιτούτου Ιστορίας του Κόμματος, για να συγκεντρώσει ντοκουμέντα. Το αποτέλεσμα του συλλογικού έργου, Απάτη ,λιμός και φασισμός ήταν απρόσμενο, καθώς τα στοιχεία που είχαν συλλεχθεί, συνηγορούσαν υπέρ της ύπαρξης λιμού.

Αν και υπήρξε σχετικό αίτημα, ο Ο.Η.Ε. δεν αναγνώρισε επίσημα τον λιμό του Χολοντομόρ ως γενοκτονία, καθώς δεν ανταποκρινόταν στον ακριβή ορισμό του σχετικού όρου, όπως καθορίστηκε το 1948. Βέβαια και η ίδια η Σοβιετική Ένωση συνέβαλε στη μη αναγνώριση του λιμού ως γενοκτονίας.

Η συγγραφέας τονίζει στον επίλογο του βιβλίου ότι το μεγαλύτερο μέρος της σύγχρονης ιστοριογραφίας της Ουκρανίας και ένα μέρος της ιστοριογραφίας της Ρωσίας συμφωνούν για την ύπαρξη του λιμού του 1932-1933. Επίσης συμφωνούν ότι αποτελούσε επίθεση κατά του εθνικού κινήματος της Ουκρανίας. Ταυτίζονται τα αποτελέσματα των ερευνών τους και στον αριθμό των θυμάτων που τον προσδιορίζουν περίπου στα τέσσερα εκατομμύρια.

Παρά τη συμφωνία των ιστορικών για την ύπαρξη του λιμού, τα καθεστώτα της Ρωσίας και της Ουκρανίας συνεχίζουν να διαφωνούν. Στην Ουκρανία η λέξη λιμός για τα γεγονότα του 1932-1933 μπήκε στο πολιτικό λεξιλόγιο της χώρας μετά την Πορτοκαλιά Επανάσταση του 2004. Στην Ρωσία όμως η ύπαρξη του λιμού δεν αναγνωρίστηκε. Ακόμα και μετά την εισβολή των ρωσικών στρατευμάτων, το 2014 στην Κριμαία, η γνωστή ρωσική κυβερνητική ιστοσελίδα Sputnik δημοσίευσε ένα άρθρο στα αγγλικά με τίτλο «Η απάτη περί Χολοντομόρ».Το καθεστώς της Ρωσίας αρνήθηκε επισήμως τον λιμό το 2016.

Μέσα από την ιστορική αναγνώριση του λιμού αντικατοπτρίζονται από τη μια το πάγιο αίτημα της Ουκρανίας να μπορέσει να υπάρξει αυτόνομη και ανεξάρτητη και η αντίθετη επιδίωξη της Ρωσίας από την άλλη. Η εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία επιβεβαιώνει, έτσι, τη δραματική συνέχεια αυτής της τραγικής ιστορίας.

 

ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

[1] Στο εξής θα αναφερόμαστε στον Κόκκινο λιμό με τα αρχικά ΚΛ και την προσθήκη του σελιδάριθμου εντός παρενθέσεως. Χρήσιμοι όροι για την κατανόηση του βιβλίου:

(α) Καταστήματα «Τοργκσίν»: « Τον Ιούνιο του 1930 το κράτος άνοιξε τα αποκαλούμενα καταστήματα «Τοργκσίν» (από το τοργόβλια σ ινοστράτσαμι [εμπόριο με ξένους]), στα οποία οι αγορές γίνονταν με σκληρό νόμισμα. Αρχικά αυτά τα καταστήματα δημιουργήθηκαν για να προσελκύουν ξένους επισκέπτες στους οποίους απαγόρευαν να δαπανούν συνάλλαγμα αλλού, αλλά αργότερα μπορούσαν να έχουν πρόσβαση σε αυτά και Σοβιετικοί πολίτες. » (ΚΛ, 155).

(β) Λουδιτισμός: κίνημα που ξεκίνησε στην Αγγλία στα τέλη του 19ου αιώνα, αποτελούνταν από χειρώνακτες οι οποίοι αφού χωρίζονταν σε μικρές ομάδες, κατέστρεφαν τα μηχανήματα που τους αντικαθιστούσαν στην παραγωγή υφασμάτων. Σήμερα ο όρος χρησιμοποιείται για να περιγράψει άτομα και ομάδες που αρνούνται την τεχνολογική αλλαγή και συχνά προβαίνουν σε πρακτικές ανάλογες με εκείνες του παρελθόντος, βλ. https://www.britannica. com/ technology/mechanization.

[2] Να σημειωθεί εδώ το εξαιρετικό ντοκυμανταίρ του Φώτου Λαμπρινού για τον ουκρανικό λιμό του 1932: Η μεγάλη Ουτοπία, (2017).



Create Your Own Website With Webador