Η φιλοσοφία της διαφοράς και του γίγνεσθαι του Ζιλ Ντελέζ

Published on 22 March 2024 at 11:24

Tου ΕΥΤΥΧΗ ΠΥΡΟΒΟΛΑΚΗ [1]

 

[Ζιλ Ντελέζ, Διαφορά και επανάληψη[2]

Ζιλ Ντελέζ, Λογική του νοήματος[3]

Ντάνιελ Σμιθ, Αποκλίσεις και συνηχήσεις: Εισαγωγή στο έργο του Ζιλ Ντελέζ[4]].

 

Η κοπερνίκεια επανάσταση στη φιλοσοφία, την οποία ενεργοποίησε η κριτική σκέψη του Ιμμάνουελ Καντ, συνεπάγεται την προβληματοποίηση των τριών σταθερών σημείων αναφοράς της παραδοσιακής μεταφυσικής, δηλαδή του εαυτού, του κόσμου και του Θεού. Η φιλοσοφία του Ζιλ Ντελέζ ωθεί την καντιανή αυτή επανάσταση στα όριά της καθώς εισηγείται ένα υπερβατολογικό επίπεδο που αποδομεί ριζικά οποιαδήποτε τελεσίδικη συνοχή του εαυτού, του κόσμου και του Θεού. Αυτήν την πεποίθηση εκφράζει ο Ντάνιελ Σμιθ στην αρχή του άρθρου του στον συλλογικό τόμο για τον Ντελέζ Αποκλίσεις και συνηχήσεις: Εισαγωγή στο έργο του Ζιλ Ντελέζ.[5] Τόσο ο Σμιθ όσο και ο επιμελητής του εν λόγω τόμου Κωνσταντίνος Μπουντάς, στην ιδιαίτερα διαφωτιστική «Εισαγωγή» του στο Διαφορά και επανάληψη του Ντελέζ,[6] διαπιστώνουν ότι το φιλοσοφικό εγχείρημα του γάλλου φιλοσόφου, αν και εξαιρετικά γοητευτικό, είναι δυσπρόσιτο και εξαιρετικά απαιτητικό και ως προς την κατανόησή του και ως προς την παρουσίαση και εξήγησή του. Ομολογώντας πως είμαι καθ’ οδόν προς μια ορισμένη κατανόηση της φιλοσοφίας του Ντελέζ, μοιράζομαι εδώ κάποιες σκέψεις με αφορμή τη δημοσίευση τριών τόμων που οφείλουμε στις πρωτοβουλίες και στο φιλοσοφικό, μεταφραστικό έργο του Κωνσταντίνου Μπουντά αλλά και στην αμέριστη υποστήριξη των εκδόσεων Εκκρεμές και της Χριστίνας Ζήση.

Ο Ντελέζ κάποτε δήλωσε ότι θεωρεί τον εαυτό του αμιγώς μεταφυσικό φιλόσοφο.[7] Πρόκειται για έναν περίεργο αυτοχαρακτηρισμό καθώς η υιοθέτηση της ιδιότητας του μεταφυσικού δεν συνεπάγεται διόλου την κατάφαση εκ μέρους του στις θεμελιώδεις αρχές της παραδοσιακής μεταφυσικής, όπως είναι η ουσία, η ταυτότητα, το υποκείμενο, ο Θεός, η αιτιότητα, η παράσταση και η αναπαράσταση, η συμβατική σχέση υποκειμένου και αντικειμένου κ.λπ. Απεναντίας, ο Ντελέζ εισηγείται μια νέα μεταφυσική ή φιλοσοφία της διαφοράς, η οποία προκρίνει μια επίσης νέα λογική των πολλαπλοτήτων ερειδόμενη σε μια ριζική διαφορική σχέση. Η διαφορική αυτή σχέση, η «αμιγής διαφορά» ή «διαφορά καθ’ εαυτήν»,[8] όπως την αποκαλεί, εντοπίζεται σε ένα επίπεδο υπερβατολογικό, όχι εμπειρικό. Δεν πρόκειται για την εμπειρική διαφορά του α από το β. Πρόκειται για μια διαφορά που είναι συγκροτητική της όποιας ταυτότητας, συγκροτεί δηλαδή και δημιουργεί την ταυτότητα, η οποία είναι πλέον ένα δευτερεύον φαινόμενο που εξαρτάται από τη διαφορική σχέση χωρίς να ταυτίζεται με αυτήν.

Τα ζητούμενα της φιλοσοφίας της διαφοράς του Ντελέζ είναι ο μετασχηματισμός, η δημιουργία και το γίγνεσθαι, και η διάκριση μεταξύ έντασης και έκτασης αποδεικνύεται εδώ χρήσιμη καθώς διασφαλίζει τη συνεχή ροή του γίγνεσθαι. Αφενός, η διαφορική σχέση δεν είναι μία έννοια αλλά μια διαφοροποιητική διαδικασία, μια υπερβατολογική, συγκροτητική κίνηση. Το χαρακτηριστικό της διαδικασίας αυτής είναι οι εντασιακές σχέσεις μεταξύ δυνάμεων. Οι εντάσεις δεν δύνανται να αποτελέσουν αντικείμενα αντίληψης, γνώσης ή παράστασης αλλά είναι δυνάμει-πραγματικά (virtuel), υπαρκτά συμβάντα που δημιουργούν γεγονότα και πραγματικές καταστάσεις στο επίπεδο της έκτασης. Το επίπεδο της έκτασης, αφετέρου,  είναι εκείνο των εκτατών σωμάτων, των όντων, των ταυτοτήτων, του γραμμικού χρόνου, του ενεργεία-πραγματικού (actuel). Είναι το επίπεδο του πραγματικού παρόντος, σε αντίστιξη προς το επίπεδο των εντασιακών δυνάμεων και του δυνάμει-πραγματικού, το οποίο ο Ντελέζ χαρακτηρίζει ως ένα «καθαρό» ή «αμιγές παρελθόν» που δεν υπήρξε ποτέ παρόν.[9]

Ένα φιλοσοφικά ανατρεπτικό στοιχείο της σχέσης μεταξύ έντασης και έκτασης, μεταξύ του δυνάμει-πραγματικού και του ενεργεία-πραγματικού είναι η αντιστρεψιμότητά τους. Ο Ντελέζ υποστηρίζει ότι το γίγνεσθαι και ο μετασχηματισμός ξεκινά από το ενεργεία-πραγματικό, διέρχεται μέσα από το δυνάμει-πραγματικό, και στη συνέχεια οδηγεί σε ένα άλλο ενεργεία-πραγματικό, το οποίο συνιστά τώρα μια νέα κατάσταση, διαφοροποιημένη και μετασχηματισθείσα. Κάθε ενεργεία-πραγματικό παρόν αποτελεί μια δυσαρμονική σύνθεση, η οποία φέρει μέσα της τόσο τις εντασιακές σχέσεις δυνάμεων ως ένα αμιγές παρελθόν, όσο και ένα μέλλον που δεν θα καταστεί ποτέ το ίδιο πλήρως παρόν. Ταυτόχρονα, κάθε νέα ενεργεία-πραγματική κατάσταση επενεργεί επί του δυνάμει-πραγματικού από το οποίο προήλθε, άρα τροποποιεί και παράγει το δυνάμει-πραγματικό. Βλέπει κανείς σε αυτό το σχήμα την εγγενή αντιστρεψιμότητα μεταξύ του δυνάμει και του ενεργεία πραγματικού. Πρόκειται, όπως γράφει ο Σμιθ, για μια αδιάλειπτη γένεση του ετερογενούς, για μια αδιάπτωτη δημιουργία του νέου.[10] Αυτός ακριβώς είναι ο λόγος που η εν λόγω σχέση διαφοροποιείται από και υπερκερά το πιο απλοϊκό αριστοτελικό δίπολο δύναμις/ενέργεια.

 Ο όρος «Ιδέα», ή μάλλον «Ιδέες», στον πληθυντικό, είναι άλλος ένας όρος της παραδοσιακής οντολογίας και γνωσιοθεωρίας που ο Ντελέζ διατηρεί αλλά ανανοηματοδοτεί. Οι ντελεζιανές Ιδέες συνδέονται με το προβληματικό επίπεδο των διαφορικών και εντασιακών σχέσεων μεταξύ δυνάμεων, στις απορίες των οποίων οι ενεργοποιήσεις ή τα ενεργεία-πραγματικά γεγονότα προτείνουν, τρόπον τινά, λύσεις ή έστω απαντήσεις. Οι Ιδέες συνιστούν δομές ή προβλήματα που ουδόλως ταυτίζονται με τις απαντήσεις που παρέχονται στο εμπειρικό πεδίο. Τέτοιες απαντήσεις στα ζητήματα που θέτουν οι Ιδέες είναι η παραγωγή νέων φιλοσοφικών εννοιών, η δημιουργία καλλιτεχνικών έργων, η εξεύρεση νέων τρόπων του ζην και του πράττειν στην ηθική και την πολιτική. Είναι προφανές ότι ο Ντελέζ διατηρεί ένα καντιανό χαρακτηριστικό της Ιδέας, την επιτακτικότητά της. Όπως και στον Καντ, έτσι κι εδώ, από τις Ιδέες απορρέουν αιτήματα. Η δομή και τα προβλήματα των Ιδεών είναι τέτοια ώστε επιβάλλουν, καθιστούν αναγκαία τη δημιουργία νέων εννοιών, ρηξικέλευθων έργων τέχνης, νέων τρόπων κοινωνικότητας. Τα αιτήματα των Ιδεών στον Ντελέζ δεν αφορούν αποκλειστικά το σκεπτέον αλλά και τις υπόλοιπες λειτουργίες του νου, και έτσι προκύπτει το αισθητέον, το ενθυμητέον, το πρακτέον, το λεκτέον. Η σχέση του Ντελέζ με τον Καντ είναι ένα πολύ ενδιαφέρον φιλοσοφικό ζήτημα και τόσο ο Μπουντάς στην «Εισαγωγή» του στο Διαφορά και επανάληψη όσο και ο Σμιθ στο δοκίμιό του παραθέτουν καίριους σχετικούς προβληματισμούς.

Ο όρος «υπερβατολογικός εμπειρισμός» που έχει καθιερωθεί ως περιγραφικός της ντελεζιανής φιλοσοφίας της διαφοράς και του γίγνεσθαι απηχεί ακριβώς την πρόθεση του φιλοσόφου να αποδομήσει τη μεταφυσική ερμηνεία της πραγματικότητας με όρους ταυτότητας και βεβαιότητας, λαμβάνοντας υπ’ όψιν τις αόρατες και ανεξιχνίαστες εκείνες διαφορικές σχέσεις δυνάμεων που καθιστούν δυνατά αλλά και υπονομεύουν τα φαινόμενα της ταυτότητας και της βεβαιότητας. Το πεδίο των διαφορικών σχέσεων διαδραματίζει έναν ρόλο ταυτόχρονα υπερβατολογικό και εμπειρικό. Υπερβατολογικό διότι εδώ εντοπίζει ο Ντελέζ τους όρους της συνειδητής εμπειρίας, της ταυτότητας, του γεγονότος, της πράξης, της κάθε πραγματικής κατάστασης. Αλλά διαδραματίζει και εμπειρικό ρόλο διότι, σε αντίθεση με την υπερβατολογική φιλοσοφία του Καντ ή του Χούσσερλ, ο Ντελέζ ενδιαφέρεται για τους όρους της πραγματικής και όχι της απλά δυνατής εμπειρίας. Με άλλα λόγια, οι εν λόγω όροι δεν είναι απλώς λογικά αναγκαίοι αλλά εξαρτώνται από τη φύση της βιωμένης εμπειρίας. Η φιλοσοφία, συνεπώς, οφείλει να ξεκινά από τα δεδομένα της εμπειρικής, πραγματικής συνείδησης χωρίς να προϋποθέτει κατηγορίες, έννοιες ή αξιώματα. Ο Ντελέζ προκρίνει την πραγματικότητα του εμπειρικού και την προτεραιότητα της πραγματικής εμπειρίας προκειμένου να ανατρέψει και να αντισταθεί στις καθολικές αφαιρέσεις της υπερβατολογικής φιλοσοφίας.

Ένα άλλο χαρακτηριστικό του υπερβατολογικού εμπειρισμού του Ντελέζ και της έμφασής του στις διαφοροποιητικές και εντασιακές σχέσεις δυνάμεων είναι ότι πρόκειται για δημιουργικές, μετασχηματιστικές διεργασίες. Στο πεδίο της βιολογίας, λόγου χάρη, η ζωή και η εξέλιξη προσεγγίζονται ως ανοικτές διαδικασίες επανάληψης και μετασχηματισμού, διαδικασίες που είναι εγγενώς δημιουργικές και παράγουν διαφορές. Σε αυτήν την περίπτωση, η δημιουργική μεταμόρφωση είναι εμμενής και εντοπίζεται στο επίπεδο όπου κυριαρχούν οι διαφορικές σχέσεις και η μεταξύ τους ένταση. Κατά τη μεταγενέστερη συνεργασία του Ντελέζ με τον Φέλιξ Γκατταρί, η θεωρία του δημιουργικού μετασχηματισμού θα τροποποιηθεί, όπως είναι γνωστό, ώστε να προκύψει η έννοια του «ριζώματος».

Στο πεδίο της φιλοσοφίας, ο υπερβατολογικός εμπειρισμός του Ντελέζ είναι απαιτητικός και προβάλλει ορισμένα αιτήματα όσον αφορά τον δημιουργικό μετασχηματισμό. Ο φιλόσοφος οφείλει να είναι δημιουργός εννοιών, οφείλει όχι να αναπαριστά και να αναγνωρίζει μορφές αλλά να αιχμαλωτίζει δυνάμεις. Η σφαίρα των δυνάμεων είναι εκείνη των διαφορικών σχέσεων, των προβλημάτων, των περίπλοκων ερωτημάτων, της αβεβαιότητας και της απροσδιοριστίας. Ο δημιουργός-φιλόσοφος δεν είναι εκείνος που προτείνει εύκολες λύσεις, ούτε ο κάτοχος της όποιας γνωσιοθεωρητικής, ηθικής ή πολιτικής βεβαιότητας. Είναι εκείνος που πειραματίζεται με τη δημιουργία νέων φιλοσοφικών εννοιών, νέων τρόπων ύπαρξης και κοινωνικότητας, με τρόπο παραγωγικό, μετασχηματιστικό αλλά και αβέβαιο ταυτόχρονα. Εξαιτίας της αποδομητικής του στάσης ως προς τη βεβαιότητα, την ασφάλεια και τον εφησυχασμό, εκτιμώ ότι δικαιωματικά αξίζει μια θέση στον Ντελέζ, μαζί με τον Ζακ Ντερριντά, στον κύκλο των στοχαστών της καχυποψίας που ήταν ο Μαρξ, ο Νίτσε και ο Φρόυντ, σύμφωνα με τον Πωλ Ρικέρ.

Όλες τις παραπάνω διαδικασίες μπορεί κανείς να τις εντοπίσει στην αισθητική του Ντελέζ, όπως αυτή κατατίθεται στο βιβλίο του για την ανατρεπτική, ωμή ζωγραφική του Φράνσις Μπέικον με τίτλο Φράνσις Μπέικον: Η λογική της αίσθησης, το οποίο μεταφράστηκε πρόσφατα στα ελληνικά.[11] Όπως ο Ντελέζ απαιτεί από τον φιλόσοφο να μην αρκείται στην αναγνώριση δεδομένων αλλά να επιδιώκει συνεχώς τη δημιουργία νέων εννοιών, έτσι απαιτεί και από τον καλλιτέχνη να ανατρέψει τα αισθητικά στερεότυπα και τις κλασικές ερμηνείες των εικαστικών τεχνών. Ο καλλιτέχνης και ειδικότερα ο ζωγράφος οφείλει να υπονομεύσει τις συνήθεις διαδικασίες της απεικόνισης, της αναπαράστασης, της περιγραφής έτσι ώστε να αποτυπώσει στον καμβά τις αόρατες εκείνες εντασιακές και διαφορικές δυνάμεις που επενεργούν υπογείως επί του σώματος και επί του νευρικού συστήματος.[12] Οι δυνάμεις αυτές δεν απεικονίζονται με τρόπο συμβατικό καθώς δεν ανήκουν στην τάξη του ορατού και του παραστάσιμου. Δεν πρόκειται για διακριτές, ταυτοποιήσιμες δυνάμεις αλλά μάλλον για ανεξιχνίαστες σχέσεις μεταξύ δυνάμεων. Η κλασική απεικόνιση του ορατού πρέπει να καταστραφεί, γράφει ο Ντελέζ, να αποδιοργανωθεί και να παραμορφωθεί ώστε να καταστεί δυνατή μια ορισμένη απεικόνιση του αοράτου, των αόρατων και μη ταυτοτικών διαφορικών σχέσεων μεταξύ δυνάμεων.

Ο Ντελέζ υποστηρίζει ότι ο Μπέικον επιτυγχάνει να αποτυπώσει τις εν λόγω δυνάμεις μέσω της αποκαλούμενης Μορφής (la Figure) στους πίνακες του. Οι Μορφές του Μπέικον και κατ’ επέκταση οι πίνακές του συνιστούν κατ’ ουσίαν τυφλές εικόνες. Τυφλές διότι δεν μας δίνουν κάτι το παραστάσιμο ή το αναγνωρίσιμο αλλά παραμορφωμένες μορφές που δεν μπορεί ο θεατής να προσδιορίσει με βεβαιότητα ή ακρίβεια ως μορφές ανθρώπων ή ζώων, για παράδειγμα. Ο Μπέικον ανταποκρίνεται στο ντελεζιανό αίτημα για εγκατάλειψη των εικονιστικών και αναπαραστατικών στερεοτύπων. Καταστρέφει τη συμβατική απεικόνιση της κλασικής μορφής ώστε να αποδώσει ζωγραφικά αόρατες δυνάμεις και εντασιακές διεργασίες: τις δυνάμεις της βαρύτητας, της βλάστησης, της έκρηξης, της περιδίνησης, της επέκτασης. Η ζωγραφική του Μπέικον επιτυγχάνει κατ’ αυτόν τον τρόπο τον «αιώνιο στόχο» της, που είναι να αποδώσει τις εν λόγω δυνάμεις και να καταστήσει το αόρατο ορατό, σύμφωνα με τους Ντελέζ και Γκατταρί.[13] Εξεικονίζοντας τις αόρατες αυτές δυνάμεις, ο Μπέικον δημιουργεί πράγματι νέους τρόπους αντίληψης και βίωσης του κόσμου, προτείνει δηλαδή ορισμένες λύσεις στα προβλήματα που αναδεικνύουν οι ντελεζιανές Ιδέες.

Ποιος ο ρόλος του δημιουργού στις παραπάνω διαδικασίες; Έχω την αίσθηση ότι ο καλλιτέχνης-δημιουργός καλείται να διαπραγματευτεί τη θέση του μεταξύ δύο τουλάχιστον συμπληγάδων στη φιλοσοφία του Ντελέζ, μεταξύ δύο αναγκαιοτήτων που παραμένουν διακριτές και σε έναν βαθμό ασυμφιλίωτες. Αφενός, ο ζωγράφος δεν πρέπει να εννοηθεί με όρους μιας ταυτοτικής υποκειμενικότητας, και η ορολογία που εισάγει ο Ντελέζ θέτει ακριβώς εν αμφιβόλω τις διχοτομήσεις της κλασικής αισθητικής, δηλαδή τα δίπολα υποκείμενο/αντικείμενο, εσωτερικό/εξωτερικό, δημιουργός/παραλήπτης κ.λπ. Το «αίσθημα», το «πάθημα» και το «παραστατό» αποτελούν όρους που αξιοποιεί η αισθητική του Ντελέζ ώστε να καταδείξει ότι δεν πρόκειται ούτε για αντιλήψεις ούτε για συναισθήματα αλλά για ανορθόλογες δυνάμεις που δεν επιδέχονται οργάνωση και δεν δύνανται να τεθούν υπό την εποπτεία μιας επιβλέπουσας αρχής όπως είναι το υποκείμενο. «[Εγώ] γίνομαι εντός της αίσθησης», γράφει ο Ντελέζ στο βιβλίο για τον Μπέικον.[14] Συνεπώς, όσον αφορά την υπόσταση και υποκειμενικότητα του καλλιτέχνη, παρατηρούμε μια απόπειρα προβληματοποίησης της ταυτότητάς του. Ο Μπουντάς γράφει: «Η εξατομίκευση και το άτομο είναι μια σειρά διαδικασιών οι οποίες συσχετίζουν Ιδέες, εντάσεις και εν ενεργεία ταυτότητες».[15]

Αφετέρου, την επιταγή για μετασχηματισμό και τη δημιουργία του νέου πρέπει κάποιος ή κάποια να την αναλάβει, για παράδειγμα, ο Μπέικον ή ο ίδιος ο Ντελέζ ή ο καθένας και η καθεμιά από εμάς. Ο Μπουντάς εντάσσει την επιταγή αυτή στο πλαίσιο του «πρακτέου» και είναι προφανές ότι εδώ εντοπίζεται η ηθική, κοινωνική και πολιτική σημασία και επικαιρότητα της φιλοσοφίας της διαφοράς του Ντελέζ. Εάν το πρακτέον, στην περίπτωση της αισθητικής συνδέεται με τον πειραματισμό και την εξεύρεση νέων τρόπων αίσθησης και βίωσης του κόσμου, σε ένα επίπεδο κοινωνικο-πολιτικό, το πρακτέον αναφέρεται στη σύλληψη της Ιδέας της ελευθερίας και στη διαμόρφωση της πράξης σύμφωνα με το πρόταγμα που απορρέει από την Ιδέα αυτή. Η απενεργοποίηση του παρόντος, του εθισμού, της σύμβασης, του στερεότυπου, της καταπίεσης, της αναπαράστασης είναι ο όρος προκειμένου να αποπειραθεί κανείς να δημιουργήσει το νέο, να χαράξει τις γραμμές διαφυγής του. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, το παρόν δεν συνθλίβεται. Ούτε και επιβεβαιώνεται όμως, καθώς η παραπάνω διαδικασία εμπεριέχει αβεβαιότητα, απροσδιοριστία, ανοικτότητα προς το μέλλον καθώς και την κατάφαση ενός εμμενούς διχασμού του παρόντος. Το παρόν και το υπαρκτό και είναι και δεν είναι, ταυτόχρονα.

Συμπερασματικά, παραθέτω έναν ειλικρινή προβληματισμό ή ένα ερώτημα. Αναρωτιέμαι για τη φιλοσοφική γλώσσα και διατύπωση του Ντελέζ, πιο συγκεκριμένα, για τη διατήρηση εκ μέρους του όχι απλά συμβατικών φιλοσοφικών εννοιών αλλά κυρίαρχων εννοιών της φιλοσοφικής παράδοσης, τις οποίες ομολογουμένως σημασιοδοτεί εκ νέου. Τέτοιες έννοιες είναι η «Ιδέα», η «ουσία», η «μεταφυσική», η «φιλοσοφία», η «δημιουργία» αλλά και φράσεις όπως, στην περίπτωση της αισθητικής του, «η καθαρή παρουσία της μορφής» και το «να καταστήσει κανείς το αόρατο ορατό». Επαναλαμβάνω και τονίζω ότι ο Ντελέζ αποπειράται να επανερμηνεύσει το παραπάνω λεξιλόγιο και να αποδομήσει την κλασική φιλοσοφική εννοιολόγησή του. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η διατήρηση των παραδοσιακών αυτών εννοιών σχετίζεται με την πεποίθησή του ότι η μεταφυσική παράδοση και η παράδοση εν γένει δεν είναι κάτι που μπορεί κανείς να αποσείσει μεμιάς, με μια ρηξικέλευθη τάχα και επαναστατική χειρονομία. Δεν μπορεί κανείς να πηδήξει εκτός της μεταφυσικής και να βρεθεί εκτός του κύκλου της και με τα δύο πόδια. Κάτι τέτοιο θα προϋπέθετε τη βεβαιότητα ότι η μεταφυσική και η φιλοσοφική παράδοση συνιστούν ένα ενιαίο και συνεχές πεδίο, χωρίς κενά και ρήγματα, χωρίς ρήξεις, χωρίς τομές. Ωστόσο, εάν ο Ντελέζ δεν προσυπογράφει μια τέτοια βεβαιότητα και εάν διατηρεί ορισμένες παραδοσιακές φιλοσοφικές έννοιες ώστε να αντιταχθεί στην αφελή πεποίθηση περί της δυνατότητας άρνησης ή ακύρωσης της παράδοσης, το ερώτημα παραμένει. Τι σημαίνει άραγε το ότι ο Ντελέζ επέλεξε να διατηρήσει στο φιλοσοφικό του λεξιλόγιο τους όρους «Ιδέα», «ουσία», «παρουσία», «καθαρότητα», «ορατότητα» κ.λπ.; Από την άλλη, το ερώτημα αυτό, ίσως, το σωκρατικό ερώτημα «τι εστί;» ή «τι σημαίνει;», που είναι περίπου το ίδιο πράγμα, ίσως δεν είναι το σωστό ερώτημα, όπως υπογραμμίζει ο ίδιος ο Ντελέζ.[16]

 

ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

[1] Το κείμενο αυτό γράφτηκε και εκφωνήθηκε σε εκδήλωση που διοργάνωσε το Γαλλικό Ινστιτούτο και οι Εκδόσεις Εκκρεμές στις 22 Ιουνίου 2022.

[2] Μετάφραση Κωνσταντίνος Β. Μπουντάς, Εκκρεμές, Αθήνα 2019.

[3] Μετάφραση Κωνσταντίνος Β. Μπουντάς, Εκκρεμές, Αθήνα 2021.

[4] Μετάφραση και επιμέλεια, Κωνσταντίνος Β. Μπουντάς, Εκκρεμές, Αθήνα 2022.

[5] Βλ. Daniel W. Smith, «Η ντελεζιανή επανάσταση: Δώδεκα καινοτομίες στη Διαφορά και επανάληψη», μτφρ. Χλόη Κολύρη, στο Κωνσταντίνος Μπουντάς, Αποκλίσεις και συνηχήσεις: Εισαγωγή στο έργο του Ζιλ Ντελέζ, ό.π., σ. 17-18.

[6] Βλ. Κωνσταντίνος Β. Μπουντάς, «Εισαγωγή. Φιλοσοφία της διαφοράς και της επανάληψης», στο Ζιλ Ντελέζ, Διαφορά και επανάληψη, ό.π., σ. 12.

[7] Το αναφέρει ο Smith στο «Η ντελεζιανή επανάσταση», ό.π. σ. 21. Η δήλωση του Ντελέζ εμπεριέχεται στο Arnaud Villani, La guêpe et l’orchidée: Essai sur Gilles Deleuze, Belin, Παρίσι 1999, σ. 130.

[8] Βλ., σχετικά, το κεφ. 1 στο Ζιλ Ντελεζ, Διαφορά και επανάληψη, ό.π., σ. 79-128.

[9] Για το αμιγές παρελθόν και τη θεωρία της χρονικότητας εν γένει του Ντελέζ, βλ. Διαφορά και επανάληψη, ό.π., σ. 129-160.

[10] Βλ. Smith, «Η ντελεζιανή επανάσταση», ό.π., σ. 36.

[11] Gilles Deleuze, Φράνσις Μπέικον: Η λογική της αίσθησης, μτφρ. Ροζαλί Σινοπούλου, Πλέθρον, Αθήνα 2021.

[12] Για μια λεπτομερέστερη παρουσίαση της αισθητικής θεωρίας του Ντελέζ, με σημείο αναφοράς τη ζωγραφική του Μπέικον, βλ. Ευτύχης Πυροβολάκης, «Τυφλή εικονιστικότητα: Η ζωγραφική του Φράνσις Μπέικον στη φιλοσοφία του Ζιλ Ντελέζ», στο Μπουντάς, Αποκλίσεις και συνηχήσεις: Εισαγωγή στο έργο του Ζιλ Ντελέζ, ό.π., σ. 275-293.

[13] Gilles Deleuze και Félix Guattari, Τι είναι φιλοσοφία;, μτφρ. Σταματίνα Μανδηλαρά, επιμ. Πάρις Μπουρλάκης, Καλέντης, Αθήνα, 2004, σ. 213-214.

[14] Gilles Deleuze, Φράνσις Μπέικον: Η λογική της αίσθησης, ό.π., σ. 52.

[15] Κωνσταντινός Μπουντάς, «Εισαγωγή. Φιλοσοφία της διαφοράς και της επανάληψης», ό.π., σ. 28.

[16] Ο Smith, στο «Η ντελεζιανή επανάσταση», ό.π., σ. 20-21, επισημαίνει ότι η μορφή του ερωτήματος «τι εστί;» είναι, για τον Ντελέζ, προβληματική.