Για το «Λύκε, λύκε, είσαι εγώ;» της Ηλέκτρας Λαζάρ

Published on 18 March 2024 at 13:19

του ΧΡΥΣΑΝΘΟΥ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ

 

Ηλέκτρα Λαζάρ, Λύκε, λύκε, είσαι εγώ; Η παραμορφωμένη αφήγηση και η πίσω μεριά της λογοτεχνίας, Κυαναυγή 2023, σ. 332.[1]

 

  1. Ειδισμός

Η Λαζάρ από την αρχή του βιβλίου της θίγει το ζήτημα του ειδισμού, δηλαδή την πεποίθηση ότι το ανθρώπινο είδος είναι ανώτερο από το ζωικό (σ. 9), μια πεποίθηση που έχει σημαντικές συνέπειες προς τα μη ανθρώπινα ζώα. Η ικανότητα του ανθρώπου για δημιουργία πολιτισμού ως τάχα μοναδικό χάρισμα δεν έχει μόνο ως αποτέλεσμα την απλοποίηση του τρόπου με τον οποίο υπάρχουν τα ζώα, αλλά προβάλλεται ως ουσία του που τον κάνει να ξεχωρίζει από τα υπόλοιπα ζωικά όντα (σ. 19). Η θεώρηση ότι ο άνθρωπος είναι ανώτερος βασίζεται σε μεγάλο βαθμό και στην τάχα έλλειψη γλώσσας των ζώων, μια αντίληψη που ανάγεται στην κλασική ελληνική φιλοσοφία (σ. 188). Θεωρήθηκε ότι τα ζώα δεν έχουν γλώσσα επειδή ο άνθρωπος δεν καταλάβαινε την επικοινωνία τους και αυτή η έλλειψη τα εξώθησε χαμηλότερα του ανθρώπου στην ειδιστική ιεραρχία. Με μια διευρυμένη αντίληψη της γλώσσας, μπορούμε να θεωρήσουμε ότι και τα ζώα έχουν γλώσσα, εφόσον επικοινωνούν. Ο Πορφύριος ο Τύριος υποστήριζε ότι το γεγονός ότι τα ζώα δεν έχουν ανθρώπινη φωνή δεν συνεπάγεται ότι δεν έχουν και λόγο, αναφέροντας σαν παράδειγμα τους κόρακες, οι οποίοι θα μπορούσαν να θεωρούν μόνο τη δική τους φωνή ως πραγματική επειδή δεν κατανοούν την ανθρώπινη.[2] Γίνεται φανερό ότι η γλώσσα διαδραματίζει σημαντικό ρόλο διότι η κατοχή της ή μη αποτελεί κριτήριο που μπορεί να καθορίσει την ταυτότητα των όντων και αυτή η ταυτότητα να έχει ως αποτέλεσμα μια συγκεκριμένη ηθική στάση απέναντί τους.

Όπως ορθά επισημαίνει η Λαζάρ ιεράρχηση υπάρχει και εντός του είδους των ζώων, για παράδειγμα στο πλαίσιο της φιλοζωίας δείχνεται μεγαλύτερη αγάπη προς τους σκύλους ενώ δεν συμβαίνει το ίδιο με τους λύκους (σ. 14). Μάλιστα η θεώρηση των ζώων ως κατώτερων δεν περιορίζεται στα ίδια τα ζώα, αλλά χρησιμοποιούνται ζωικοί χαρακτηρισμοί σε ανθρώπους προκειμένου να υποτιμηθούν (σ. 10). Για παράδειγμα, η Λαζάρ αναφέρει χαρακτηρισμούς όπως «σκύλα», «κοκορόμυαλος», «γαϊδούρι» κλπ. (σ. 10). Τέτοιες πρακτικές συναντώνται στην παιδική και ενήλικη λογοτεχνία, τα παραμύθια και τα παιδικά στιχάκια (σ. 11).

 

  1. Ο λύκος

Το ζώο με το οποίο ασχολείται η Λαζάρ είναι ο λύκος διότι έχουν επενδυθεί πολλά, κατά κύριο λόγο αρνητικά, πολιτισμικά νοήματα επάνω του. Ο λύκος έχει ενδυθεί με έναν μυθολογικό μανδύα από τον άνθρωπο που τον συνδέει με την κακία. Ακόμα και όταν στο πλαίσιο της οικολογίας και της φιλοζωίας έπρεπε να προστατευθεί ο λύκος προκειμένου να διατηρηθεί ως είδος, αυτός ο μυθολογικός μανδύας δεν εξαφανίστηκε (σ. 18-19). Οι λύκοι μέσω των παραδόσεων και των τεχνών έγιναν το σύμβολο του κακού που θα καταβρόχθιζαν αθώους ανθρώπους ενώ οι περιπτώσεις θετικής παρουσίασης των λύκων σε μύθους και ιστορίες είναι πολύ σπάνιες (σ. 21, 22). Αυτή η στερεοτυπική απεικόνιση των λύκων συμβάλει στη βία απέναντί τους επειδή θεωρούνται επικίνδυνοι σε κάθε περίπτωση παρόλο που, για παράδειγμα, τα τελευταία 100 χρόνια στη Βόρεια Αμερική έχουν πεθάνει μόλις δύο άνθρωποι από λύκους ενώ πάνω από 50 από αρκούδες, 30 από σκύλους και 22 από βοοειδή (σ. 72). Μάλιστα επιθέσεις από σκύλους έχουν παρουσιαστεί ως επιθέσεις από λύκους (σ. 72).

Δεν είναι νέο φαινόμενο η συγκεκριμένη αντιμετώπιση προς τους λύκους, οι Κέλτες το 300 μ.Χ. εκπαίδευαν λυκόσκυλα για την εξόντωση των λύκων, ο Καρλομάγνος είχε διατάξει την εξόντωση λύκων καθώς και άλλα ιστορικά παραδείγματα (σ. 46-47). Η τέχνη αναπαρήγαγε επίσης αυτή τη στάση, για παράδειγμα η λύκαινα και λύκος έχουν ένα αρνητικό συμβολισμό στον Δάντη, τον Πετράρχη, τον Ντυ Μπελαί και τον Σαίξπηρ (σ. 60). Αλλά και η επιστήμη και συγκεκριμένα η βιολογία στις αρχές του 19ου αιώνα αντιμετώπιζε τους λύκους ως μοχθηρά και άχρηστα πλάσματα που μόνο κακό μπορούν να προσφέρουν (σ. 30). Αξίζει να αναφερθεί όμως ότι ο λύκος στην Παλαιολιθική εποχή αποτελούσε παράδειγμα προς μίμηση για τους κυνηγούς (σ. 23).

Ενδιαφέρον παρουσιάζει το γεγονός ότι η αρκούδα παρόλο που είναι σαρκοβόρο και απειλητικό ζώο για τον άνθρωπο, εντούτοις ο λύκος έχει κυρίως συνδεθεί με τον κίνδυνο και την κακία ενώ η αρκούδα έχει αποτελέσει ήρωα παιδικών παραμυθιών και κατεξοχήν λούτρινο ζωάκι (σ. 71). Η Λαζάρ παραθέτει την άποψη της Αγγελικής Γιαννικοπούλου, σύμφωνα με την οποία, η δυνατότητα της αρκούδας να περπατάει στα δύο πόδια όπως ο άνθρωπος, η προτίμησή της για το μέλι και το ότι έχει αποτελέσει εξευτελιστικό ψυχαγωγικό θέαμα με τους αρκουδιάρηδες την έχει κάνει συμπαθή στους ανθρώπους (σ. 71). Σχετικά με το τελευταίο, ντύνανε την αρκούδα μπαλαρίνα και αυτή «χόρευε» στον ρυθμό του ντεφιού. Ουσιαστικά δεν χόρευε αλλά είχε περάσει από μια συμπεριφορική εκπαίδευση που την βάζανε πάνω σε αναμμένα κάρβουνα και ακουγόταν το ντέφι, οπότε όταν άκουγε μετά το ντέφι έκανε την κίνηση που έκανε όταν ήταν σε αναμμένα κάρβουνα.

 

  1. Λύκος και χριστιανισμός

Η Λαζάρ αναφέρεται στη στάση του χριστιανισμού μέσω των κειμένων του σχετικά με τον λύκο. Στο Κατά Ματθαίον ευαγγέλιο παρατίθεται «Φυλαχτείτε από τους ψευδοπροφήτες, που σας έρχονται ντυμένοι σαν πρόβατα, από μέσα τους όμως είναι λύκοι αρπακτικοί» (7:15). Στον Σοφονία αναφέρεται «Οι δικασταί της ομοιάζουν με τους αιμοβόρους και αχόρταστους λύκους της Αραβίας, οι οποίοι δεν αφήνουν τίποτε δια το πρωί» (3:3). Επίσης, στον Ιεζεκιήλ διαβάζουμε  «Οι άρχοντές της είναι σαν τους λύκους που ξεσκίζουν τη λεία τους, χύνουν αίμα, καταστρέφουν ανθρώπους για να ληστέψουν τα αγαθά τους» (22:27) και στην Γένεση «Ο Βενιαμίν είναι σαν λύκος που ξεσκίζει. Το πρωί τρώει το θήραμα και το βράδυ τα λάφυρα μοιράζει» (49:27). Ο λύκος δεν χρησιμοποιείται κυριολεκτικά, αλλά συμβολικά για να δηλώσει την προδοσία, τη σκληρότητα και την αγριότητα (σ. 28). Γενικώς στα κείμενα του χριστιανισμού ο λύκος έχει πάντα τον ρόλο του κακού, γεγονός που επηρέασε τη μετέπειτα χρήση του λύκου από συγγραφείς (σ. 70, 71). Δηλαδή όταν κάποιο άτομο χρησιμοποιεί τον λύκο μεταφορικά για να δηλώσει το κακό και το μοχθηρό, ουσιαστικά αναπαραγάγει μια χριστιανική παράδοση (σ. 71). Είναι σημαντικό να αναφέρεται η επίδραση του χριστιανισμού καθώς, όπως φαίνεται, έχει σημαντική επιρροή στη «δυτική» σκέψη ακόμη και σήμερα, οπότε μπορεί να κατανοηθούν καλύτερα αντιλήψεις που μπορεί να φέρουμε.

 

  1. Λύκος και λογοτεχνία

Η Λαζάρ στο βιβλίο της επικεντρώνεται στην παρουσία του λύκου στην  ελληνική και τη ξένη λογοτεχνία. Αρχικά, σχετικά με την αναπαράσταση των ζώων στη λογοτεχνία, αν και δεν περιορίζεται αποκλειστικά εκεί, η Μάργκο Νόρις (Margot Norris) υποστηρίζει ότι τα ζώα παρουσιάζονται με έναν ανθρωπομορφισμό, για παράδειγμα φοράνε ρούχα, και γι’ αυτό δεν είναι ποτέ τα ίδια τα ζώα, αλλά κάτι που επιθυμεί ο άνθρωπος (σ. 69). Γενικότερα χρησιμοποιούνται με συμβολισμούς που εξυπηρετούν ανθρώπινους σκοπούς (σ. 69). Έτσι λοιπόν και ο λύκος, όπως θα φανεί στα παρακάτω παραδείγματα που εξετάζει η Λαζάρ, χρησιμοποιείται για να συμβολίσει κάτι.

Η Αλφονσίνα Στόρνι (Alfosina Storni)  χρησιμοποιεί στην ποίησή της τη λύκαινα ως μεταφορά προκειμένου να ανατρέψει τις στερεότυπες αντιλήψεις της κοινωνίας για την γυναίκα, όπως για παράδειγμα το ότι πρέπει να είναι χαμογελαστή και γλυκομίλητη σε κάθε περίπτωση (σ. 51). Η λύκαινα της Στόρνι διαφωνεί με την πατριαρχική κοινωνία και τον τρόπο που αντιμετωπίζει τις γυναίκες που παρεκκλίνουν από το πρότυπο που έχει θεσπίσει (σ. 52). Η Αλεχάντρα Πιζάρνικ (Alejandra Pizarnik) επίσης χρησιμοποιεί τη λύκαινα, η οποία, όπως και στη Στόρνι, δεν έχει κάτι το μοχθηρό που θέλει να κατασπαράξει τον άνθρωπο, αλλά θέλει να δηλώσει το αδάμαστο (σ. 55).

Η Νταϊάν ντι Πρίμα (Diane Di Prima) χρησιμοποιεί τη λύκαινα με τέτοιο τρόπο που αναδεικνύει μια ζωώδη πτυχή του θηλυκού σε αντίθεση με τον αρσενικό πολιτισμό (σ. 58). Η Ντι Πρίμα γράφει το ποίημα Λόμπα που αναφέρεται στη λύκαινα το 1973, την εποχή των beatniks και του ρομαντικού οικοφεμινισμού, που συνέβαλαν στην φυσικοποίηση της θηλυκότητας και τη θηλυκοποίηση της φύσης (σ. 58). Με αυτόν τον τρόπο αναπαρήγαγαν τον πατριαρχικό λόγο που κατατάσσει πρακτικές ως φυσικές και αφύσικες καθώς και ότι κάποια άτομα είναι πιο κοντά στη φύση, τα οποία θεωρούνται και κατώτερα (σ. 58-59). Έτσι λοιπόν η ταύτιση της γυναίκας με τη φύση έχει αποτελέσει αιτία καταπίεσης των γυναικών καθώς η φύση θεωρείται κατώτερη του πολιτισμού, οπότε ό,τι ταυτίζεται με τη φύση θεωρείται κατώτερο. Αυτή η αντίληψη βασίζεται στον κατεξοχήν δυτικό μεταφυσικό δίπολο φύσης/πολιτισμού. Η Κλαρίσα Πίνκολα Εστές (Clarissa Pinkola Estés) στο ίδιο μοτίβο μιλάει για την «άγρια γυναίκα» που κάτω από την εκλεπτυσμένη μορφή της υπάρχει η φύση, η ψυχική συγγένεια με τους λύκους. Ο λύκος εμφανίζεται και στην ελληνική λογοτεχνία, για παράδειγμα στη Μαρουσώ Αθανασίου, τη Γιολάντα Σακελλαρίου, την Αθηνά Παπαδάκη, τη Ζέφη Δαράκη, τη Διώνη Δημητριάδου, τη Ζυράννα Ζατέλη, τη Μαργαρίτα Καραπάνου, τον Τάσο Δενέγρη και τη Ρέα Γαλανάκη, χρησιμοποιώντας με διαφορετικό τρόπο τον λύκο.

 

  1. Λύκος και αρρενωπότητα

Ένα ενδιαφέρον ζήτημα που θίγει η Λαζάρ είναι ότι το κυνήγι των λύκων και γενικότερα το κυνήγι έχει συνδεθεί με την αρρενωπότητα ενώ τα άτομα που υπερασπίζονται τους λύκους θεωρούνται θηλυκοποιημένα (σ. 194). Έτσι λοιπόν η εναντίωση στο κυνήγι θεωρείται απειλή και για τον ανδρισμό τους (σ. 195). Υποστηρίζεται μάλιστα ότι το κυνήγι είναι κάτι αυθεντικά αρρενωπό που έχει επιβιώσει σε έναν κόσμο που θηλυκοποιείται (σ. 204). Επίσης, επειδή ο λύκος παρουσιάζεται ως δυνατός και επίμονος, επιδιώκεται στη λογοτεχνία να τονιστεί ότι οι άνδρες που τα βάζουν με τους λύκους είναι πιο δυνατοί, επίμονοι και αρρενωποί (σ. 125, 126). Στην προκειμένη περίπτωση γίνεται κατανοητό πώς τα έμφυλα στερεότυπα αναπαράγονται και ενισχύονται μέσω του κυνηγιού, δηλαδή τη δολοφονία των ζώων. Πρόκειται για μια διαθεματική προσέγγιση της Λαζάρ που δείχνει πώς η πατριαρχία και ο ειδισμός συνδέονται.

 

  1. Λύκος και πολιτική

Πέρα από το τον λόγο της τέχνης και της θρησκείας, ο λύκος χρησιμοποιείται πολλές φορές στον πολιτικό λόγο. Από τον 19ο αιώνα και μετά στα κείμενα ο λύκος ξεφεύγει από το θρησκευτικό και το ηθικό και παίρνει συμβολικά πολιτική μορφή, συγκεκριμένα συμβολίζει τον εξωτερικό και εσωτερικό πολιτικό κίνδυνο (σ. 153-154). Για παράδειγμα στην Ευρώπη οι «λύκοι» ήταν οι ξένοι εισβολείς αλλά και εθνοτικές μειονότητες εντός των εθνών κρατών όπως οι Εβραίοι και οι Ρομά (σ. 154).

Οι ιθαγενείς της Βόρειας Αμερικής υποτάχθηκαν με σκύλους, όπως θα γινόταν δηλαδή με τους λύκους, καθώς συγκρίθηκαν με αυτούς.[3] Επίσης, χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η γενοκτονία των Απάτσι, των οποίων η ανθρωπινότητα είχε αμφισβητηθεί από τους ευρω-αμερικανούς και είχαν χαρακτηριστεί ως λύκοι, άρα θεωρήθηκε ότι άξιζε να πάθουν τέτοια δεινά (σ. 162). Η εξόντωσή τους είχε τη μορφή κυνηγιού παρά πολέμου, το υπουργείο πολέμου των ΗΠΑ ανέφερε ότι η εξόντωσή τους ήταν σαν κυνήγι άγριων ζώων και ένας αξιωματικός είχε πει ότι σκότωναν τους Απάτσι όπως τους λύκους (σ. 162).

Κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου πολέμου η μεταφορά του λύκου ήταν σε υψηλά επίπεδα μέσω των αφισών από τους ναζί, τους κομμουνιστές και τους φιλελεύθερους (σ. 154). Δηλαδή, και οι μεν και οι δε παρουσίαζαν τον αντίπαλο ως λύκο (σ. 154). Επίσης, οι ΗΠΑ, οι φιλελεύθεροι δηλαδή, χρησιμοποιούσαν τον λύκο και για τον κομμουνισμό και για τον ναζισμό (σ. 157). Ο λύκος στις αφίσες παρουσιαζόταν με τον αγκυλωτό σταυρό ή το σφυροδρέπανο ανάλογα από ποιον προερχόταν η αφίσα. Τα πολεμικά υποβρύχια των ναζί που κυνηγούσαν τα πλοία των Βρετανών και των Αμερικανών στον βόρειο Ατλαντικό αποκαλούνταν ως «αγέλες λύκων» από τους συμμάχους (σ. 156).

Η μεταφορά του λύκου χρησιμοποιήθηκε και στον πόλεμο κατά της τρομοκρατίας στον Ιράκ δικαιολογώντας τις βιαιότητες έναντι του εχθρού (σ. 163). Στην Κίνα, οι Κινέζοι Χαν ταύτιζαν τις εθνοτικές μειονότητες, όπως οι Μογγόλοι, ως αιμοδιψείς λύκους προκειμένου να μην αιτιολογηθεί ηθικά η αρπαγή του ζωτικού τους χώρου (σ. 94). Στο σήμερα με τη προσφυγική κρίση, η ρατσιστική ρητορική παρουσιάζει αυτά τα άτομα ως ορδές εντόμων και λύκους που παραβιάζουν τον χώρο του έθνους κράτους (σ. 160). Όπως πριν με τα έμφυλα στερεότυπα, έτσι κι εδώ βλέπουμε πώς ο ρατσισμός και η αποικιοκρατία συνδέονται με τον ειδισμό μέσω της ζωοποίησης ανθρώπινων ομάδων. Η ζωοποίηση προϋποθέτει ότι τα ζώα είναι κατώτερα (ειδισμός) και συγχρόνως θεωρούνται κατώτερες οι ομάδες ανθρώπων που ζωοποιούνται (ρατσισμός), γεγονός που δικαιολογεί για παράδειγμα την αποικιοκρατική βία.

Επιπρόσθετα, στην πολιτική θεωρία είναι σύνηθες να χρησιμοποιούνται οι μέλισσες και οι λύκοι συμβολικά δηλώνοντας το αντίθετο. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η δίκη της Χρυσής Αυγής, στην οποία η αγόρευση του δικηγόρου Θανάση Καμπαγιάννη έγινε βιβλίο με τίτλο Με τις μέλισσες ή με τους λύκους;, στο οποίο οι λύκοι συμβολίζουν τους ακροδεξιούς, εθνικιστές και νεοναζί της Χρυσής Αυγής (σ. 175). Αυτή η στάση προς τις μέλισσες έχει θρησκευτικές καταβολές καθώς οι μέλισσες ήταν κάτι το θεϊκό σε αντίθεση με τους λύκους (σ. 176). Τον 17ο αιώνα η αριστοκρατική οικογένεια Barberini, μέλος της ήταν ο Πάπας Ουρβανός Η', είχε ως οικόσημο τρεις μέλισσες για να ταυτιστεί με το θεόσταλτο (σ. 176). Πέραν αυτού οι μέλισσες αξιοποιούνται για κέρδος (σ. 176). Αυτός ο συμβολισμός των μελισσών και των λύκων είναι ένα ακόμα ένα παράδειγμα ανθρωπομορφισμού, δηλαδή τα ζώα δεν είναι αυτά που είναι, αλλά εξυπηρετούν τους ανθρώπινους συμβολισμούς είτε θετικούς (μέλισσες) είτε αρνητικούς (λύκους).

 

  1. Επίλογος

Το βιβλίο της Λαζάρ αποτελεί σημαντική προσθήκη στην ελληνική βιβλιογραφία σχετικά με το ζήτημα των μη ανθρώπινων ζώων. Συγκεκριμένα, δείχνει ευκρινώς τον τρόπο που έχει αντιμετωπιστεί ο λύκος ανά εποχές και σε διάφορες πτυχές του πολιτισμού όπως η λογοτεχνία και η πολιτική. Προσεγγίζει διαθεματικά την καταπίεση των λύκων συνδέοντάς την με τον ρατσισμό και την πατριαρχία. Μάλιστα θίγει και άλλα ζητήματα όπως το όριο μεταξύ ανθρώπου και ζώου καθώς και τη θέση του ανθρώπου στη φύση. Η βία, η καταπίεση και η εκμετάλλευση απέναντι στα ζώα είναι ένα ζήτημα που θίγεται όλο και περισσότερο τα τελευταία χρόνια σε ακαδημαϊκό, θεσμικό, κινηματικό και ατομικό επίπεδο. Ωστόσο, κάποια ζώα μπορεί να μην περιλαμβάνονται σε αυτή την υπεράσπιση, όπως ο λύκος, γι’ αυτό είναι σημαντικό να θίγεται η ιεράρχηση εντός των ζώων καθώς η ζωή κάθε ζώου μετράει.

 

ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

[1] Στο εξής θα γίνονται αναφορές στις σελίδες του βιβλίου εντός παρενθέσεως μέσα στο κείμενο.

[2] Πορφύριος ο Τύριος, Περί Αποχής Εμψύχων: ακρεοφαγία, Αθήνα: Πύρινος Κόσμος, 2005, σ. 163, 164.

[3] Kelly Struthers Montford and Chloë Taylor, Colonialism and Animality: An introduction, στο Kelly Struthers Montford and Chloë Taylor, Colonialism and Animality: Anti-Colonial Perspectives in Critical Animal Studies, Routledge, Λονδίνο και Ν. Υόρκη 2020, σ. 3.


Τη δημοσίευση κοσμεί ο ζωγραφικός πίνακας The Wolf of Gubbio (1877) του Luc-Olivier Merson

Create Your Own Website With Webador