του ΣΤΑΥΡΟΥ ΝΙΚΟΛΑΪΔΗ
«Πώς γίνεται ένας Τούρκος να μην υποστηρίζει τον Μουσταφά Κεμάλ;»
«Κύριε, εμείς δεν είμαστε Τούρκοι»
«Και λοιπόν, τι είστε;»
«Είμαστε Μουσουλμάνοι, δόξα τον Αλλάχ»
(Γ. Καραοσμάνογλου, Ο Ξένος, μτφ. Σταύρος Νικολαϊδης από την αγγλική μετάφραση του Mark David Wyers)
Για την συγγραφή αλλά και την ανάγνωση ενός λογοτεχνήματος, για την αναπαράσταση αλλά και αποκωδικοποίηση των πολιτισμικών στερεότυπων εθνών, ομάδων, ατόμων, σχέσεων λαμβάνονται υπ’ όψη ιστορικοί, οικονομικοί, πολιτισμικοί, κοινωνικοί, φιλοσοφικοί, θρησκευτικοί, γλωσσικοί παράγοντες. Ακολουθώντας την κατά Γουόλτερ Λίπμαν επιλεκτική προοπτική του παρατηρητή, ας εξετάσουμε τους πολιτισμικούς εικονότυπους σε έργα του λογοτέχνη του 19ου αι. Α. Σταματιάδη και του μυθιστοριογράφου του 20ου αι. Καραοσμάνογλου
Μια θεωρητική έρευνα που αναπτύσσεται στις τελευταίες δεκαετίες του 19ου αι. και στις παραμονές της ελληνοτουρκικής σύρραξης μετά τον Α’ ΠΠ αφορά στο εάν και κατά πόσον η Οθωμανική Αυτοκρατορία στήθηκε αποκλειστικά και μόνο από τις τουρκικές φυλές ή μήπως κάτι τέτοιο αποτέλεσε επίτευγμα της συνεργασίας Ελλήνων και Τούρκων. Συμπέρασμα της θεωρίας σύμπραξης θέλει την ελληνοτουρκική συνεργασία να γίνεται η ρεβανσιστική απάντηση των Ελλήνων στην λατινοκρατία, την εφαρμογή, δηλαδή, του δόγματος «κρειτότερον φακιόλιον ή καλύπτραν λατινικήν». Έτσι, Έλληνες δεν διστάζουν να συμμετάσχουν στις στρατιωτικές εκστρατείες των Οθωμανών φθάνοντας μέχρι την Βιέννη. Ένας από αυτούς, ο Γαζή Μιχάλ, όχι μόνο συμβάλλει με τις διπλωματικές του προσπάθειες στην αναίμακτη παράδοση της Προύσσας στους Οθωμανούς, αλλά και η οικογένειά του συνεχίζει να υπηρετεί την Υψηλή Πύλη για αιώνες. Ο Χέρμπερτ Γκίμπονς, υποστηρικτής της άποψης πως η Οθωμανική Αυτοκρατορία στήθηκε με την συμβολή Ελλήνων, είναι αυτός που, παραμονή της σύγκρουσης Ελλήνων και Οθωμανών, αναρωτιέται πώς γίνεται ένας λαός νομάδων να κατορθώσει να οργανώσει εκ του μηδενός μια τέτοια αυτοκρατορία. Η απάντησή του είναι απλή: χρησιμοποιήθηκε η τεχνογνωσία των Ελλήνων. Αν κρίνουμε, ανάμεσα σε άλλα, από τους πρέσβεις που αποστέλλει η Οθωμανική Αυτοκρατορία σε χώρες της Δύσης θα συναινέσουμε με τα παραπάνω: στην πρεσβεία της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας στις Η.Π.Α έχουμε ονόματα όπως του Γρηγόρη Αριστάρχη και τον Αλ. Μαυρογένη, στην Αγγλία τον Κ. Ανθόπουλο, τους Κ. και Σ. Μουσούρο, στην Ιταλία τον Αλ. Καραθεοδωρή και τον Σ. Μουσούρο, στην Ελλάδα τον Κ. Μουσούρο. Επίσημος ζωγράφος της Υψηλής Πύλης ήταν ο Κωνσταντίνος Κυζικηνός, ενώ γιατροί σπουδαγμένοι στην Ευρώπη όπως ο Σταματιάδης παρέχουν τις υπηρεσίες τους στην Πόλη.
Ο γιατρός Α. Σταματιάδης (1838-1891) λοιπόν, ήταν Έλληνας θεατρικός συγγραφέας (Κύων και Γαλή, Χίος δούλη). Συγγράφει το 1877 το θεατρικό έργο Οσμάν ο Νικητής, μεταφρασμένο στα τουρκικά ως Osman Gazi στο οποίο ο συγγραφέας αναφέρεται ακριβώς στην συνεργασία του γαζή Μιχάλ με τον Οσμάν, ιδρυτή της Οθωμανικής δυναστείας. Θυμίζουμε πως το 1877 είναι το έτος κήρυξης του ρωσοτουρκικού πολέμου ο οποίος οδήγησε, με το συνέδριο του Βερολίνου, στη δημιουργία εθνικών κρατών στα Βαλκάνια και στην απόδοση της Κύπρου στους Άγγλους.
Ο Οσμάν ο Νικητής είναι ένα τρίπρακτο θεατρικό έργο. Αρχικά περιλαμβάνει την επεξήγηση ενός ονείρου του Αλαντίν, με παραπομπές στα ελληνικά δημοτικά τραγούδια: Ο Αλαντίν έχει ονειρευτεί μια ημισέληνο κι ένα αστέρι να βγαίνουν από το στήθος της ερωμένης του Μαλ Χατούν, να ανεβαίνουν στον ουρανό, να χτυπούν στο στήθος του από όπου να ξεπηδά ένα πλατάνι του οποίου τα κλαδιά γίνονται σπαθιά. Ένα από αυτά τα σπαθιά πέφτει στην Πόλη κι ένα πουλί μιλά στον Αλαντίν, λέγοντάς του πως πρωτεύουσα του βασιλείου του θα είναι η πόλη που φυλάει τη Μαύρη Θάλασσα και τη Μεσόγειο.
Ακολουθεί η ιστορία του πεντάχρονου Ορχάν που υπερασπίζεται την ιδέα του γαζή, του μαχητή της πίστης. Η μητέρα του Ορχάν μάλιστα, σαν κάθε στερεοτυπική καλή μητέρα, παραπονιέται στον σύζυγό της πως το παιδί αυτό δεν παίζει με παιδιά της ηλικίας του παρά ακούει από τους μεγάλους ιστορίες για τους γαζήδες.
Στη συνέχεια, ο Σταματιάδης φροντίζει να συμπεριλάβει μια πράξη που αφορά στην φιλία ανάμεσα στον γαζή Μιχάλ και τον Οσμάν, στην αποκάλυψη συνωμοσίας δολοφονίας του τελευταίου από τον κυβερνήτη του Μπιλετσίκ. Στην ερώτησή του Οσμάν πώς να τον ευχαριστήσει, ο γαζή Μιχάλ απαντά πως για ένα Ρωμιό, το παν είναι η ευμάρεια του φίλου. Η τελευταία πράξη περιλαμβάνει και πάλι την επεξήγηση ενός ονείρου του Αλαντίν που έχει σχέση με την επίθεση των Μογγόλων κατά των Σελτζούκων.
Επιφανειακά απλοϊκό, αλλά και σύνθετο, το έργο εκπλήσσει με την στερεοτυπικά ιμπεριαλιστική ρητορική σε εποχή δημιουργίας εθνικών κρατών, με την αναφορά στον ρόλο του γαζή, αλλά και τη φόρτιση ενός παιδιού με την επεκτατική λογική και τον υπερεθνικό χαρακτήρα της Αυτοκρατορίας.
Η πρώτη μου επαφή με τον Γιακούπ Καντρί Καραοσμάνογλου (1889-1974) γίνεται χάρις στον Αριστοτέλη Μητράρα, άμα τη εκδόσει του τόμου του Ανθολογία της Νέας Τουρκικής Λογοτεχνίας. Αμέσως μετά, δημοσιεύω στο Journal of Oriental and African Studies του Θ. Φωτόπουλου άρθρο σχολιάζοντας το μυθιστόρημα του Καραοσμάνογλου Σόδομα και Γόμορρα που αφορά στην κατοχή της Κωνσταντινούπολης από τους Άγγλους, Γάλλους και Ιταλούς (1918-1923). Επισημαίνω ότι υιοθετώντας αντι-ιμπεριαλιστικό λεξιλόγιο ο συγγραφέας εκφράζει τον τριτοκοσμικό εθνικισμό και καταδικάζει την δυτική πολιτιστική και πολιτική επικυριαρχία.
Ο Καραοσμάνογλου μετακομίζει δεκαεννιάχρονος στην Κωνσταντινούπολη το 1908, με σπουδές από το γαλλικό σχολείο του Καϊρου. Η Οθωμανική Αυτοκρατορία δεν φθάνει πλέον ως την Αλγερία, το υπερεθνικό κράτος συρρικνώνεται και ο Καραοσμάνογλου συστρατεύεται με τους Νεότουρκους. Το 1910 αρθρογραφεί στο πρώτο λογοτεχνικό περιοδικό στην Οθωμανική ιστορία, το Feck-i-Ati (Αυγή του Μέλλοντος) και αργότερα στο περιοδικό Kadro στοχεύοντας στην διάδοση της Κεμαλικής ιδεολογίας. Σε μια εποχή διάλυσης της χώρας, χρησιμοποιώντας μια αντι-ιμπεριαλιστική ρητορική, το Kadro διαδηλώνει την στήριξή του στα αντι-αποικιοκρατικά κινήματα και διακηρύσσει την ανάγκη απελευθέρωσης της Τουρκίας. Διαδίδει μέσω του Kadro τον μύθο για την κοιτίδα των Τούρκων στον Εργκένεκον και για το πως ένας λύκος οδήγησε τις διάφορες τουρκμενικές φυλές στην εγκατάστασή τους δυτικά. Ειρήσθω εν παρόδω, μετά την διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης, οι πρόεδροι των νέων δημοκρατιών που είχαν τουρκμενικούς πληθυσμούς μιμήθηκαν το άνοιγμα της σιδερένιας πύλης του Εργκένεκον κτυπώντας με ένα σφυρί ένα κομμάτι σίδερο. Επίσης, στην εφημερίδα Ikdam (έκλεισε το 1961) υπάρχουν διαπρύσια άρθρα του υπέρ του Κεμάλ: «κουβαλάει το βάρος της υφηλίου στους ώμους του», γράφει. Βέβαια κατά την επίσκεψή του στο σπίτι του Κεμάλ, ο αντι-αποικιοκράτης δημοσιογράφος θα παρατηρήσει πως στο δωμάτιό του κυριαρχούν οι προτομές του Ναπολέοντα και του Πρώσου στρατηγού von Moltke, συγγραφέα, συμβούλου του σουλτάνου Μαχμούτ Β, συνεργάτη του Βίσμαρκ… Τον θαυμασμό για τον Κεμάλ θα κατακεραυνώσει εν καιρώ ο Στέφαν Ίριγκ στο έργο του Ο Ατατούρκ στη ναζιστική φαντασία. Γι’ αυτόν, ο Κεμάλ είναι ο πατέρας του ευρωπαϊκού φασισμού, δεδομένου πως ο Χίτλερ εφάρμοσε στο Ολοκαύτωμα τις μεθόδους του της εθνοκάθαρσης. (Ίδε ομιλία του στο Ράιχσταγκ στις 4 Μαϊου του 1941, ή, παλαιότερα ακόμα, επιστολή στην Τζουμχουριέτ στις 2 Δεκεμβρίου του 1933 όπου δηλώνει ότι η ιδιοφυία του Κεμάλ τον ενέπνευσε όταν το ναζιστικό κόμμα ήταν ακόμα στην αντιπολίτευση). Όλα αυτά αποτελούν τη βάση της πολιτικής δράσης και των λογοτεχνικών έργων του Καραοσμάνογλου, συμπεριλαμβανομένου του Yaban (Ο Ξένος). Το έργο μεταφράστηκε στα αγγλικά (Stepmother Earth) και στα γαλλικά (L’Etranger).
Σε αντίθεση με το έργο του Σταματιάδη, Ο Ξένος περιγράφει συγκρουόμενες στερεοτυπικές απόψεις που αφορούν στον αποικιοκράτη δυτικό και στον αποικιοκρατούμενο Τούρκο. Εθνικιστής ο Καραοσμάνογλου, διορίζεται μέλος της Επιτροπής Έρευνας Ωμοτήτων. επισκέπτεται τα χωριά γύρω από την Άγκυρα, καταγράφει τις καταστροφές που επέφερε η επέμβαση του ελληνικού στρατού και στα βιβλία του αποτυπώνει τις εμπειρίες του από την έρευνα αυτή
Γραμμένο στα 1932, δέκα χρόνια μετά την διάλυση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, Ο Ξένος ξεκινά με την χρονιά υποχώρησης του ελληνικού στρατού από την Ανατολία. Ένα μέλος της Επιτροπής Έρευνας Ωμοτήτων πιάνει κουβέντα με τους χωριάτες, βρίσκει ένα ημερολόγιο και ρωτά τίνος είναι. «Είναι του ξένου», τον πληροφορούν. Ο ξένος είναι ο Αχμέτ Τζελάλ, Τούρκος αξιωματικός που έχει χάσει το χέρι του στη μάχη της Καλλίπολης και έχει επιστρέψει στην Πόλη. Στην κατακτημένη πρωτεύουσα αντιμετωπίζει την χλεύη των ομοεθνών του για την αναπηρία του. Έτσι, όταν παίρνει πρόσκληση από έναν τέως στρατιώτη του, τον Μεχμέτ Αλή, δέχεται να εγκατασταθεί στην Ανατολία, για να γράψει στο ημερολόγιό του:
Τις πρώτες εβδομάδες από την άφιξή μου, ένιωθα τον φόβο και την υποψία γύρω μου…
Στην Ανατολία, προσδοκά την πραγμάτωση της φαντασίωσής του για την πατρίδα…Οι περιγραφές της φύσης θα φανούν οικείες στον αναγνώστη της Αιολικής Γης:
Τα πράσινα αμπέλια της δυτικής Ανατολίας, τους μύλους, ένα ζώο να γυρνάει τον μύλο με τα μάτια κλειστά. Καλοκαίρι, ο ήχος των τζιτζικιών πάνω στις λεύκες…ο αέρας μυρίζει φρεσκοποτισμένο χώμα
Ωστόσο, το καταφύγιο που ήλπιζε να βρει ανάμεσα στους ανθρώπους της πατρίδας του, για χάρη των οποίων έμεινε ανάπηρος, δεν υπάρχει. Αντ’ αυτού, βρίσκεται να ζει ανάμεσα σε αγροίκους που τους μαστίζει η φτώχεια, η άγνοια, Νιώθει αποξένωση, ακόμη και εχθρότητα. Εδώ να σημειώσουμε πως η λέξη «Yaban» της τουρκικής έκδοσης έχει διπλή σημασία: σημαίνει «άγριος», «απολίτιστος», αλλά και «ξένος». Ο Καραοσμάνογλου επιδιώκει να αποτυπώσει την διάσταση ανάμεσα στα βιώματα και τις απόψεις των εθνικιστών αστών διανοούμενων της Μ. Ασίας και των αγράμματων αγροτών της άγριας στέπας της Ανατολίας. Ο ήρωάς του αδυνατεί να επικοινωνήσει μαζί τους, αισθάνεται αποικιοκράτης. Απορημένος για την εχθρική αντιμετώπιση των ντόπιων, ο Αχμέτ ρωτά τον Μεχμέτ Αλή γιατί οι χωριάτες τον βρίσκουν τόσο παράξενο – για να πάρει μια σειρά από συμβουλές:
«Κύριε, καλύτερα να μην ξυρίζεστε κάθε μέρα»
«Κύριε, μόνο οι γυναίκες χτενίζονται εδώ».
«Κύριε, γιατί διαβάζετε όλη νύχτα; Ο κόσμος νομίζει πως κάνετε μάγια».
Μήπως, αναρωτιέται ο Τζελάλ, προκειμένου να επικοινωνήσω, να κάψω όλα τα βιβλία μου;
Οι στερεοτυπικοί εικονότυποι των γυναικών έχουν ενδιαφέρον: ενώ οι γυναίκες στο Νούμερο του Βενέζη σέρνονται αιχμάλωτες και σκιαγραφούνται ως σκεύη ηδονής για τον Τούρκικο στρατό, στον Ξένο έχουμε γυναίκες «πιο χοντρουλές απ’ ό,τι χρειάζεται», «πλαδαρές», «κοντόχοντρες», «στρουμπουλές», «με έλλειψη ερωτισμού», «βρωμάνε», «δίχως γοητεία», «σεμνότυφες» – στην πραγματικότητα δεν βλέπει ο Τζελάλ κανένα πλάσμα που μπορεί να αποκαλέσει «γυναίκα». Φαντασιώνεται αντ’ αυτού τη στιγμή που θα γίνει δική του η αγαπημένη του Εμινέ, «ένα ανάγλυφο από την Πέργαμο», που θέλει να την σώσει από την εκμετάλλευση της πατριαρχικής οικογένειας του συζύγου Ισμαήλ, να την μεταμορφώσει σε μια δυτικοποιημένη κυρία, μιαν αστή -κατά τα καλύτερα Κεμαλικά πρότυπα, δηλαδή: θα έκαιγε τα ρούχα της στο τζάκι, θα έπλεκε τα μαλλιά της σε κοτσίδες, θα την έβαζε να φορέσει βαμβακερή πουκαμίσα. Δεν θα της επέτρεπε να μιλάει παρά μόνο να γελά, να βγάζει ήχους θυμού, πείσματος και ερωτισμού. Θα την είχε να του μαγειρεύει και να τον υπηρετεί.
Όχι ότι οι εικονότυποι των αντρών παρουσιάζονται καλύτερα: Οι άντρες, κάτι πλάσματα δίχως αρρενωπότητα, απολιτίκ, αγράμματοι, απάτριδες, που κάνουν ό,τι μπορούν για να αποφύγουν την στράτευση. Ο Αχμέτ αναρωτιέται πώς κάνουν έρωτα αυτοί οι χωριάτες: σαν τα πουλιά, ή σαν τις γάτες. Γνωρίζουν άραγε το νόημα της αγάπης αυτοί οι αγνώμονες χαμερπείς αγροίκοι;
Όσο για τα μωρά…αυτά καλύτερα να μην είχαν γεννηθεί ποτέ. Όταν τα παιδιά σε άλλες χώρες δεν κάνουν τίποτε από τα να παίζουν και να γελάνε, στην Ανατολία τα δεκάχρονα κάνουν δουλειές εικοσάχρονων, παρατηρεί ο Αχμέτ, σε μια σκηνή που θυμίζει έντονα τον Σταματιάδη και τον πεντάχρονο που θέλει να γίνει γαζής: Είναι «παιδιά με μάσκα σαραντάρηδων».
Αφού δε σημειώσει πως οι αγάδες είναι οπισθοδρομικοί και άγριοι εκμεταλλευτές, καταλήγει στο συμπέρασμα πως, τελικά, οι άνθρωποι είναι άγρια ζώα. Για όλη αυτή την οπισθοδρόμηση, την άγνοια, την πείνα, την εκμετάλλευση, ο Αχμέτ επιρρίπτει την ευθύνη στους Τούρκους διανοούμενους. Κάθεται στο καφενείο και μάταια προσπαθεί να διαφωτίσει τους αγρότες, τους μιλά για τον εθνικό αγώνα, για την απειλή των Ελλήνων, για την ανάγκη θυσίας για την πατρίδα.
Αυτή η αναπαραγωγή στερεοτύπων ενέχει αμφίσημες αναπαραστάσεις του Εγώ και του Άλλου: η απειλή προέρχεται από την εικόνα του Άλλου που είναι ο Άγριος, ο Ξένος – αλλά κι από την άλλη, απειλή είναι οι εισβολείς, οι Δυτικοί, οι Έλληνες, οι μέχρι πρότινος γείτονες, εργοδότες. Είναι μια απόφανση που αποδίδει αμφίσημες ιδιότητες σε εισβολέα και υποταγμένο, μια εναλλαγή ρόλων γεμάτη ένταση όπου ο χθεσινός κατακτητής γίνεται ο διωκόμενος, ο αιχμάλωτος.
Υπάρχει ένας διάχυτος πόνος για τον ξεριζωμό που θυμίζει Βενέζη, διαποτίζει το πολιτισμικό τοπίο, εξαρθρώνει την ηθική και τον ερωτισμό: οι γυναίκες της Ανατολίας για τον Καραοσμάνογλου είναι πάνω απ’ όλα εργατικά χέρια για τα χωράφια, δεν διαθέτουν τη φινέτσα και τον ερωτισμό των δυτικότροπων γυναικών της Πόλης. Οι συμπατριώτες του είναι απάνθρωποι, ανήθικοι, δίχως ορθό λόγο. Είναι μια λογική αμφίσημη που απορρίπτει συγχρόνως και την εικόνα του δυτικού κατακτητή περιφερόμενου στους δρόμους της Πόλης εν έτει 1919. Ας δούμε τη σκηνή όπου ο Αχμέτ ρωτά τους ντόπιους γιατί δεν συντάσσονται με τον Κεμάλ, ενώπιον της απειλής των Ελλήνων.
«Κύριε, δεν είμαστε Τούρκοι. Είμαστε Μουσουλμάνοι»
Η εθνική ταυτότητα ανύπαρκτη, οι αγρότες ακυρώνουν οποιαδήποτε συναισθηματική φόρτιση που μπορεί να φέρει ο χαρακτηρισμός ‘Τούρκος’ παρά τη συστράτευση των διανοούμενων εθνικιστών με τη στρατιωτική ηγεσία. Τα Βαλκάνια, εξ άλλου, έχουν πλέον χαθεί για την Τουρκία, γιατί να πολεμήσουν; Ανύπαρκτη και η ταξική ταυτότητα, οι αγρότες δεν την χρειάζονται γιατί θα έρθουν σε αντιπαράθεση με την αστική ελίτ. Πρέπει να μεταμορφωθούν σε υπάκουους εθνικιστές. Ο Καραοσμάνογλου συγχρόνως εργαλειοποιεί και απορρίπτει τον οριενταλισμό, οι αμφίσημοι εικονότυποί του χρειάζονται παρεκβατικές, διαλογικές ερμηνείες. Αφήνει το εθνικιστικό όραμά του να προβάλλει «αθώα» μέσω του ήρωά του:
Μια μέρα…μια μέρα, θα μπορέσω να τους αποδείξω πως δεν είμαι ένας «ξένος». Το αίμα που τρέχει στις φλέβες μου είναι το δικό τους αίμα. Μιλάμε την ίδια γλώσσα. Προερχόμαστε από το ίδιο μονοπάτι της ιστορίας και της γεωγραφίας. Θα μπορέσω να αποδείξω πως είμαστε παιδιά του ίδιου Θεού! Μας ενώνει η ίδια πολιτική μοίρα.
Στο τέλος, ο Αχμέτ κατευθύνεται τρεκλίζοντας τραυματισμένος προς το μέρος του Ελληνικού στρατού, θυσιάζοντας τον εαυτό του για τις «κατώτερες» εκείνες φυλές που τον θεωρούσαν «ξένο».
Add comment
Comments