της ΜΑΡΩΣ ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΟΥ
Το σπίτι στην Καλλιθέα το κληρονόμησα από μια θεία μου χωρίς να το περιμένω. Όταν με κάλεσε ο δικηγόρος στο άνοιγμα της διαθήκης, φαντάστηκα πως θα μου είχε αφήσει κανένα δαχτυλίδι για ενθύμιο και οπωσδήποτε τα λιγοστά βιβλία της, πολλά από τα οποία ήταν δικά μου δώρα. Το αγαπούσε το διάβασμα η μακαρίτισσα, ήταν γι’ αυτήν μια γλυκιά συντροφιά τις ατέλειωτες ώρες της μοναξιάς της. Έτσι συχνά στις εβδομαδιαίες επισκέψεις μου, μαζί με τα γλυκά με στέβια –ο διαβήτης την ταλαιπωρούσε πολλά χρόνια– της έφερνα και κανένα βιβλίο, άλλοτε μια αισθηματική ιστορία, άλλοτε κανένα συναρπαστικό αστυνομικό. Αυτά τα τελευταία ήταν η αδυναμία της. Τα διάβαζε με πάθος, προσπαθώντας να βρει πρώτη τον δολοφόνο και συχνά έστηνε ολόκληρες συζητήσεις με τον ντεντέκτιβ του βιβλίου προσπαθώντας να του υποδείξει το λάθος δρόμο που είχε πάρει και να τον βοηθήσει να φτάσει γρηγορότερα στον ένοχο. Ήταν απόλαυση να την ακούς εκείνες τις ώρες. Το ’χα δει πολλές φορές με ηλικιωμένους που παρακολουθούν σειρές στην τηλεόραση, το καλύτερο παράδειγμα ταύτισης που μπορεί να σκεφτεί κανείς, αλλά με αναγνώστη ομολογώ πως δεν το είχα ξανασυναντήσει.
Στο γραφείο του δικηγόρου βρήκα τα άλλα τέσσερα ανίψια της και τις δυο αναδεξιμιές της, για τις οποίες ήταν ιδιαιτέρως υπερήφανη – η μια δασκάλα σε πρότυπο δημοτικό της Αθήνας, η άλλη καλοπαντρεμένη με δυο παιδιά στη Θεσσαλονίκη, σε αντίθεση με μας, τα ανίψια εννοώ, που κατά τη γνώμη της, δεν είχαμε κάνει καλές επιλογές στη ζωή μας, ούτε λεφτά αποκτήσαμε ούτε πετυχημένες καριέρες κάναμε και στο θέμα της οικογένειας, που την ενδιέφερε πολύ γιατί εκείνη έζησε «ανύπαντρη και άκληρη» όπως προσδιόριζε τον εαυτό της, μάλλον δεν τα είχαμε καταφέρει καλά. Ο Σταύρος και η Μαρία, η αδερφή του, είχαν ένα μικρό μίνι μάρκετ, η Λένα πότε δούλευε εδώ κι εκεί, πότε πάλευε με την ανεργία, ο Δήμος παρά τις σπουδές του στα οικονομικά είχε ένα μικρό συνεργείο ελαιοχρωματισμών και ζούσε με αξιοπρέπεια την οικογένειά του κι εγώ, η πλέον φέρελπις ανιψούλα της, με σπουδές και μεταπτυχιακά, που θα μπορούσα, όπως με είχε όνειρο, να έχω γίνει αξιωματικός στο στρατό ή την αστυνομία, είχα καταντήσει «υπαλληλίσκη σε μια εταιρειούλα μεταφορών στη Νίκαια». Τα υποκοριστικά της μου έφερναν μεγάλη ευθυμία και ποτέ δεν την παρεξηγούσα, αντιθέτως έκανα πως άκουγα με προσοχή τις συμβουλές της για να βελτιώσω τα οικονομικά μου και κυρίως να βρω ένα καλό παιδί και να παντρευτώ να κάνω οικογένεια. Η καημένη η θεία… Δεν χρειαζόταν παρά λίγη αγάπη και αποδοχή. Της την έδινα με αφθονία μια φορά την εβδομάδα.
Στη διαθήκη της βρήκαμε καλούδια για τον καθένα. Και χρήματα άφησε και ακίνητα και την πολύτιμη ευχή της μαζί με συμβουλές. Ένιωσα έκπληξη και ευγνωμοσύνη όταν άκουσα ότι μου άφηνε το διαμέρισμα στην οδό Αγίων Πάντων στην Καλλιθέα, όπου έζησε τα τελευταία 30 χρόνια της 85χρονης ζωής της με τον όρο να μην πετάξω τα βιβλία της και να ποτίζω τις γλάστρες της. Και οι υπόλοιποι θα έπρεπε να είναι ευχαριστημένοι, αλλά δεν ήταν, εκτός από τη Λένα, που, φεύγοντας από το γραφείο του δικηγόρου, στο ασανσέρ που πήραμε οι δυο μας, μου έσφιξε συγκινημένη το χέρι και μου είπε «Αλαφρύ το χώμα που την σκεπάζει, όλους μας φρόντισε, μωρέ ξαδέρφη». Χωρίσαμε στην είσοδο, με την υπόσχεση να βρεθούμε το συντομότερο για ένα καφέ, ξέροντας και οι δυο ότι δεν θα πραγματοποιούσαμε ποτέ την υπόσχεση αυτή.
Εγκαταστάθηκα στο σπίτι της θείας πέντε μήνες μετά, αφού τελείωσα με όλες τις γραφειοκρατικές υποχρεώσεις και έκανα τις απαραίτητες ανακαινίσεις. Η Καλλιθέα μού ήταν πάντα μια αγαπητή περιοχή και χάρηκα που εγκαταστάθηκα σ’ αυτήν. Η πολυκατοικία ήταν παλιά, κατασκευή του 1968, και οι ένοικοι το ίδιο γερασμένοι με το κτίριο. Με εξαίρεση ένα νιόπαντρο ζευγάρι στο ισόγειο, όλοι οι υπόλοιποι ήταν πάνω από εξήντα χρόνων, με πολλές ιδιοτροπίες και γεμάτοι καχυποψία. Δυσκολεύτηκα να πάρω απάντηση στις καλημέρες που τους απηύθυνα, μολονότι κάποιοι με ήξεραν, εξ όψεως τουλάχιστον, από την εποχή που ερχόμουν να δω την θεία, αλλά με επιμονή και υπομονή κατόρθωσα να αποκτήσω μια τυπικά καλή σχέση με όλους, εκτός από τους κατοίκους του ρετιρέ που με κοιτούσαν πάντα με μια δυσεξήγητη μοχθηρία. Τι να πω;
Από τις πρώτες μέρες της εγκατάστασής μου, μού κίνησε το ενδιαφέρον κάτι που μου φάνηκε παράξενο: τα βράδια, από τον φωταγωγό του μπάνιου ερχόταν μια γυναικεία φωνή που τραγουδούσε το γνωστό τραγούδι «Μενεξέδες και ζουμπούλια». Μια ζεστή, γεμάτη φωνή, που τραγουδούσε σωστά την κάθε νότα. Η άγνωστη γυναίκα το τραγουδούσε πολλές-πολλές φορές συνέχεια, κάθε φορά με διαφορετικό ύφος, λες και μέσω του τραγουδιού έστελνε μηνύματα σε κάποιον άγνωστό μου παραλήπτη, μιλούσε και οι λέξεις της ήταν οι παραλλαγές στην εκτέλεση του τραγουδιού. Προσπάθησα να εντοπίσω το διαμέρισμα και κατέληξα ότι ήταν το ακριβώς κάτω από μένα, του οποίου την ένοικο δεν είχα ακόμη γνωρίσει. Κάθε βράδυ γύρω στις δέκα η γυναίκα αυτή άρχιζε να τραγουδά το «Μενεξέδες και ζουμπούλια» επιμένοντας ιδιαίτερα στο ρεφρέν «έϊβαλα, έιβαλά, ω, / μόνο εσένα αγαπώ». Όλες τις υπόλοιπες ώρες από το διαμέρισμα αυτό δεν ακουγόταν κανένας θόρυβος, λες και ήταν ακατοίκητο. Μυστήριο! Το θέμα άρχισε να με απασχολεί πολύ· ήθελα οπωσδήποτε να γνωρίσω την γειτόνισσα, για την οποία, περιέργως, η μακαρίτισσα η θεία μου δεν είχε αναφέρει κάτι, παρόλο που για πολλούς συνενοίκους της μου έκανε κουβέντες και παράπονα – ήταν ο μόνος της κόσμος άλλωστε για χρόνια.
Μια Κυριακή μεσημέρι, καθώς άπλωνα στο πίσω μπαλκονάκι, που βλέπει στον ακάλυπτο, μου έπεσε ένα κεντητό πετσετάκι. Ο ακάλυπτος ήταν σιχαμερός, γεμάτος βρωμιές και περιττώματα από γάτες, αλλά οι ένοικοι αρνούνταν να πληρώσουν για να τον ευπρεπίσουν, ούτε καν τους πέρναγε από το νου ότι ήταν εστία μόλυνσης. Όταν το είδα να πέφτει με έπιασε πανικός. Πώς θα κατέβαινα μέσα σε κείνο το βούρκο να το μαζέψω; Να το καθαρίσω μετά; Αλλά ήταν ένα τόσο αγαπημένο κειμήλιο από την γιαγιά μου που θα έκανα οτιδήποτε για να το ανακτήσω. Ωστόσο στάθηκα τυχερή. Το πετσετάκι ανέμισε στο αέρα και έπεσε απλωτό στα σχοινιά της απλώστρας του από κάτω διαμερίσματος, πάνω στα οποία δεν είχα δει ποτέ να απλώνουν έστω και ένα ρούχο. Χάρηκα τόσο πολύ με την εξέλιξη, χάρηκα επίσης και γιατί ήταν μια ωραία ευκαιρία να γνωρίσω την γειτόνισσα.
Κατέβηκα και χτύπησα όσο πιο διακριτικά μπορούσα το κουδούνι. Άφησα να περάσουν δυο τρία λεπτά και επανέλαβα το χτύπημα λίγο δυνατότερα. Ήμουν έτοιμη να φύγω – ίσως έλειπε, ίσως κοιμόταν, ίσως απλώς δεν ήθελε να ανοίξει. Σκέφτηκα να ετοιμάσω ένα σημείωμα και να το πετάξω κάτω από την πόρτα της. Θα την παρακαλούσα να πάρει από τα σχοινιά το πετσετάκι και θα της έδινα το τηλέφωνό μου για να συνεννοηθούμε πότε και πώς θα το έπαιρνα πίσω. Ωστόσο δεν χρειάστηκε. Ξαφνικά η πόρτα άνοιξε διστακτικά, καχύποπτα και στο στενό άνοιγμα διέκρινα μια γυναικεία σιλουέτα και το μισό περίπου ενός προσώπου. «Με συγχωρείτε πολύ» είπα χαμηλόφωνα και όσο πιο ευγενικά μπορούσα, «μένω από πάνω, άπλωνα και μου έπεσε ένα πετσετάκι στην απλώστρα σας. Θα μπορούσατε να μου το δώσετε; Και πάλι συγγνώμη για την ενόχληση…». Δεν είπε τίποτε. Έκλεισε την πόρτα αφήνοντάς με να στέκω αμήχανη – να περιμένω ή να φύγω; Λίγα δευτερόλεπτα μετά, ούτε λεπτό δεν είχε περάσει καλά-καλά η πόρτα ξανάνοιξε, λίγο περισσότερο αυτή τη φορά. Η γυναίκα στάθηκε πάλι μισοκρυμμένη στο άνοιγμά της και μου έτεινε το πετσετάκι. Έκανα να το πάρω, αλλά πριν προλάβω, τράβηξε το χέρι της, το σήκωσε λίγο, έφερε το κεντημένο πανί περίπου στο ύψος των ματιών και το κοίταξε με προσοχή αλλά χωρίς να πει λέξη. Είδα στα μάτια της μια λάμψη θαυμασμού προφανώς για το κέντημα. «Είναι της γιαγιάς μου», είπα. «Παραδοσιακό μικρασιάτικο μοτίβο, η γιαγιά μου ήταν πρόσφυγας». Κούνησε το κεφάλι της και πάντα σιωπηλή, μου έδωσε το πετσετάκι και έκλεισε την πόρτα της.
Δεν είχα προλάβει να ανέβω τέσσερα-πέντε σκαλοπάτια, όταν η πόρτα ξανάνοιξε και άκουσα πίσω μου τη φωνή με το γνωστό ηχόχρωμα να μου λέει κάπως δειλά και με δυσκολία: «Τρώτε μηλόπιτα;» Γύρισα ξαφνιασμένη με ένα μεγάλο χαμόγελο, προσπαθώντας να κρύψω την έκπληξή μου για την έκβαση. Η γυναίκα επανέλαβε «Τρώτε μηλόπιτα; Έφτιαξα το πρωί, αν έχετε λίγο χρόνο, ελάτε να σας κεράσω ένα κομμάτι».
Έτσι άρχισε η σχέση μου με τη Λουκία. Η λέξη «σχέση» μάλλον δεν περιγράφει ακριβώς την κατάσταση. Για πάνω από ένα χρόνο περνούσαμε ένα δυο απογεύματα το μήνα μαζί πίνοντας καφέ και τρώγοντας γλυκιές πίτες που φαίνεται ότι αποτελούσαν το βασικό φαγητό της. Όσες φορές κι αν την κάλεσα να έρθει στο δικό μου αρνήθηκε. Έμοιαζε να μην βγαίνει καθόλου από το σπίτι της, αν και αυτό ήταν αδύνατο. Δεν ήταν άνθρωπος της τεχνολογίας, κάπως έπρεπε να ψωνίζει, να πληρώνει λογαριασμούς, να πάει σε ένα γιατρό – και είχε κάποια προβλήματα υγείας, οι πνεύμονές της ήταν αδύναμοι και η καρδιά της έκανε τακτικά αρρυθμίες.
Η Λουκία ήταν γύρω στα 65. Τουλάχιστον τόσο την υπολόγιζα από κάποια πράγματα που μου είχε πει, γιατί η αλήθεια είναι ότι έμοιαζε αρκετά μεγαλύτερη. Το πρόσωπό της ήταν περισσότερο σπασμένο απ’ ό,τι ταίριαζε στην ηλικία της, κουρασμένο, βαρύ. Ρυάκια ρυτίδων χαράκωναν ανελέητα το λεπτό, λευκό δέρμα, τα χείλη της, που κάποτε πρέπει να ήταν σαρκώδη και κόκκινα, ήταν πια μια ακανόνιστη καφετιά γραμμή. Πρέπει να υπήρξε όμορφη. Μερικές στιγμές αναδυόταν στην έκφρασή της μια αόριστη ανάμνηση νεότητας, κάποια ξεχασμένα ψήγματα ομορφιάς από μια παλιότερη φάση της ζωής της, μια εποχή χαρούμενη, που είχε μέσα της ανθρώπους, αγάπη και κίνηση.
Ήταν λιγομίλητη, οι περισσότερες συζητήσεις μας περιστρέφονταν γύρω από τα αγαπημένα της σήριαλ στην τηλεόραση και τις πιθανές εξελίξεις των υποθέσεων. Έβλεπε πολλές ώρες την ημέρα τηλεόραση. Τις υπόλοιπες ασχολιόταν με το νοικοκυριό. Το σπίτι ήταν πεντακάθαρο, η πάστρα του όμως δεν φαινόταν με μια πρώτη ματιά. Αντίθετα, όταν πρωτόμπαινες, μπορεί να το θεωρούσες ένα εγκαταλειμμένο διαμέρισμα και σ’ αυτό έφταιγε το σκοτάδι που επικρατούσε και οι κλειστές πόρτες. Η Λουκία δεν ανέβαζε ποτέ τα ρολά, ζούσε μέσα στη σκοτεινιά και τις σκιές των παλιομοδίτικων βαριών ξύλινων επίπλων. Για να είμαι ειλικρινής, την πρώτη μέρα που μπήκα στο σπίτι της, ένιωσα ένα σφίξιμο, σα να είχε σταματήσει η ζωή εκεί μέσα και η Λουκία περιφερόταν σκιά ανάμεσα σε σκιές αναζητώντας κάτι που ίσως πια να μην υπήρχε.
Της άρεσε το κέντημα και ήξερε χιλιάδες πράγματα για βελονιές και τσεβρέδες και λινομέταξα υφάσματα ειδικά για το κέντημα. Μου είχε εξομολογηθεί πως όταν ήταν νεότερη κεντούσε πολύ αλλά τα είχε πια παρατήσει γιατί δεν την βοηθούσαν τα μάτια της. Μάλλον ψέματα μου έλεγε. Πάνω στο τραπέζι της κουζίνας όπου πίναμε καφέ, είχα δει αποκόμματα παλιών κιτρινισμένων εφημερίδων, από εκείνες με τα πολύ μικρά στοιχεία, και γυαλιά πρεσβυωπίας. Ωστόσο άλλη ήταν η σπουδαιότερη απόδειξη πως ασχολιόταν ακόμη με το κέντημα και ας μην ήθελε να το παραδεχτεί για κάποιον δικό της λόγο. Η Λουκία φορούσε πάντα μαύρα. Συνήθως μακριές στενές μαύρες πλεχτές φούστες και πουκάμισα μαύρα κοντομάνικα ακόμα και το χειμώνα. Το καλοκαίρι, στις μεγάλες ζέστες, άλλαζε τα πουκάμισα με μαύρα φανελάκια που άφηναν να φαίνονται τα αδύνατα, σχεδόν σκελετωμένα μπράτσα της. Μια δυο φορές την είχα δει επίσης με μαύρες λινές φαρδιές ρόμπες. Έπλεε άκομψα μέσα τους το λιπόσαρκο ψηλό κορμί της, αλλά δεν ήταν γυναίκα που φρόντιζε τον εαυτό της και την εμφάνισή της. Πάνω στα ρούχα της ωστόσο έβλεπα συχνά ένα στολιδάκι, ένα κέντημα με μαύρη κλωστή, που δεν υπήρχε την προηγούμενη φορά, σημάδι πως το είχε κεντήσει πρόσφατα, όχι από κοκεταρία αλλά από τη λαχτάρα να πιάσει στα χέρια της βελόνα και κλωστές. Σιγά σιγά οι λινές ρόμπες γέμιζαν με μικρά κεντήματα από μαύρη κλωστή, στο γιακά του ενός από τα πουκάμισά της είδα ένα άτολμο αλλά πολύ όμορφο κοφτό. Δεν έλεγα τίποτε. Καταλάβαινα ότι δεν έπρεπε να το σχολιάσω, ήταν κάτι πολύ δικό της που ήθελε να περνάει απαρατήρητο.
Ένα ανοιξιάτικο πρωινό που είχα άδεια βγήκα να καθαρίσω το μπαλκόνι και να ποτίσω τις γλάστρες της μακαρίτισσας της θείας, που είχαν γίνει πια «οι γλάστρες μου». Με έκπληξη είδα τη Λουκία να διασχίζει το δρόμο και να απομακρύνεται με γοργά, κοφτά βήματα. Με τα ίδια ρούχα – τη μακριά στενή πλεχτή φούστα, το κοντομάνικο πουκάμισο, τις χαμηλές παλιές γοβίτσες. Στο δεξί χέρι είχε τυλιγμένο ένα μαύρο σακάκι και στα δάχτυλα του ίδιου χεριού έσφιγγε το κοντό λουρί μια μαύρης κάπως μεγάλης τσάντας. Στο άλλο χέρι κρατούσε μια πλαστική τσαντούλα ανάμεσα από τα χερούλια της οποίας έβγαιναν τα κορφόφυλλα ενός βασιλικού. Ένα μαύρο ψάθινο καπέλο με μικρό γείσο στηριγμένο στο κεφάλι με λάστιχο που πέρναγε κάτω από το σαγόνι σκέπαζε τα λιγοστά κακοκομμένα γκρίζα μαλλιά της και μεγάλα παλιομοδίτικα γυαλιά κάλυπταν τα μάτια της. Πρώτη φορά την έβλεπα έξω από το διαμέρισμά της, πρώτη φορά έβλεπα το τόσο αδύνατο σώμα της, σα μακρύ ξερό κλαδί, στο φως. Δεν αναρωτήθηκα πού πήγαινε. Μου ήταν αρκετό που την είδα να πηγαίνει. Το πού ήταν δική της δουλειά.
Και κάθε βράδυ την άκουγα να τραγουδά ξανά και ξανά το ίδιο τραγούδι, το ίδιο τετράστιχο δεκάδες φορές και το ρεφρέν ακόμα πιο πολλές
Μενεξέδες και ζουμπούλια
και θαλασσινά πουλιά
αν ιδείτε το πουλί μου
χαιρετίσματα πολλά
Έι-βαλα έι-βαλα ω
πάμε γιαλό-γιαλό
έι-βαλα έι-βαλα ω
μόνο εσένα αγαπώ
Η ψυχή μου γέμιζε μια αόριστη θλίψη ακούγοντάς την, ενώ μια συμπάθεια που όλο και μεγάλωνε και έμοιαζε με αγάπη, πλημμύριζε την καρδιά μου γι’ αυτήν.
Μια φορά τόλμησα να τη ρωτήσω για το τραγούδι. Δεν μου απάντησε τίποτε κι έκανε πάνω από δυο βδομάδες να μου αφήσει σημείωμα πως με περιμένει το επόμενο απόγευμα για καφέ. Έτσι συνενογιόμασταν. Με σημειώματα που άφηνε κάτω από την πόρτα μου.
Ένα πρωί την ώρα που έφευγα για τη δουλειά, βρήκα τον διαχειριστή στην είσοδο. Ήταν ένα συμπαθητικό γεροντάκι, συνταξιούχος μάγειρος στο ναυτικό, που η διαχείριση της πολυκατοικίας είχε δώσει πάλι νόημα στη ζωή του. Ήταν κουτσομπόλης, αλλά τα σχόλιά του δεν είχαν κακία και πάντως δεν ήταν ενοχλητικός και πιεστικός. Μάθαινε άτεχνα κάνα δυο σταγόνες ασήμαντων πληροφοριών και τις περιέφερε για μέρες χαρούμενος στους ενοίκους της πολυκατοικίας με ύφος θριαμβευτικό. «Ο κυρ-Νίκος στον τρίτο, ξέρεις, παντρεύει το κορίτσι του μ’ ένα καλό παιδί. Από την Κρήτη. Έχει ελιές στο Ρέθυμνο ο γαμπρός» και περίμενε να απολαύσει την έκφραση του συνομιλητή του, το θαυμασμό του για τα πόσα ξέρει ο δαιμόνιος διαχειριστής. Αν μάλιστα ο άλλος είχε όρεξη για τέτοιου είδους κουβέντα, το γλέντι συνεχιζόταν για ώρα. Δεν πρέπει να με συμπαθούσε πολύ, γιατί σπάνια έδινα σημασία στις πληροφορίες του. Μόλις με είδε να βγαίνω από το ασανσέρ, με καλημέρισε βιαστικά και μου είπε «εσένα περίμενα». Πριν προλάβω να τον ρωτήσω το λόγο, συμπλήρωσε. «Δηλαδή όχι μόνο εσένα, αλλά εσύ είσαι από τους λίγους που δεν βρήκα εχτές. Σχολάς αργά τον τελευταίο καιρό… Κοίτα, πρόκειται για τον ακάλυπτο, μην κάνω τώρα συνελεύσεις και τέτοια. Άσε που έρχονται ελάχιστοι και…». Βιαζόμουν να προλάβω το λεωφορείο και τον έκοψα «Περί τίνος πρόκειται, κύριε Σταύρο;». «Να, μωρέ, για τον ακάλυπτο… Δεν πάει άλλο η κατάσταση… Κι εσύ μου το ’λεγες τις προάλλες, πότε ήταν… Πήρα μια καλή προσφορά, ένα συνεργείο εδώ στη γειτονιά, θα τακτοποιήσει όλες τις βλάβες στους σωλήνες, θα στρώσει τσιμέντο γύρω-γύρω και στη μέση θα βάλουμε κάνα δυο δεντράκια και μια τριανταφυλλιά… μου την έδειξαν, μια τριανταφυλλιά, κάτι τριαντάφυλλα νααα…» και ένωσε τις δυο παλάμες απλωτά για να μου δείξει το μέγεθος. Κατάλαβα ότι η τριανταφυλλιά τον ενδιέφερε περισσότερο και χαμογέλασα. «Εγώ τι μπορώ να κάνω γι’ αυτό;» τον ρώτησα. «Να υπογράψεις εδώ ότι συμφωνείς και θα πληρώσεις το μερίδιό σου σε έξι δόσεις» και άπλωσε ένα τσαλακωμένο χαρτί κι ένα στυλό για να υπογράψω. Το έκανα πρόθυμα. Τον ευχαρίστησα μάλιστα για την πρωτοβουλία, που ήταν απαραίτητη για την υγεία των ενοίκων, κι έκανα να φύγω αλλά με σταμάτησε πάλι «Θα το πεις και στη φίλη σου;». Τον κοίταξα χωρίς να καταλαβαίνω τι μου ζητούσε. «Μπορείς να ενημερώσεις και τη Λουκία στο δεύτερο, από κάτω σου; Ξέρω ότι βλέπεστε. Δεν έχει σχέσεις με κανέναν άλλον από μας τα δέκα χρόνια που μένει εδώ. Δεν την βλέπουμε ποτέ και ποτέ δεν ανοίγει την πόρτα της. Εσύ όμως έχεις τακιμιάσει μαζί της, οπότε μπορείς να την ενημερώσεις; Ξέρεις, είναι το οικονομικό στη μέση. Πρέπει να έχω την συγκατάθεσή της, να ξέρω ότι θα πληρώσει… Δεν ξέρω πώς ζει, αν έχει καμιά σύνταξη, τα κοινόχρηστα τα πληρώνει κανονικά βέβαια, αφήνει το ποσό στο χαλάκι της τη μέρα που γράφει ο λογαριασμός ότι θα περάσω να τα μαζέψω κι εγώ της αφήνω την απόδειξη. Αλλά ξέρω ’γω… με τέτοια κρίση, θα μπορεί να πληρώνει για τον ακάλυπτο; όχι πως το ποσό είναι μεγάλο, αλλά, ξέρω ’γω, με καταλαβαίνεις….». Προφανώς περίμενε να σχολιάσω κάτι απ’ όσα μου είπε, μάλλον περίμενε καμιά πληροφορία για την Λουκία, που προφανώς το μυστήριο της ζωής της ιντριγκάριζε τους κατοίκους της πολυκατοικίας. «Θα το πω, αλλά δεν ξέρω πότε θα ιδωθούμε» είπα, τονίζοντας το «ιδωθούμε» ως σχόλιο στο δικό του «βλέπεστε».
Αργά το απόγευμα, πέταξα κάτω από την πόρτα της ένα σημείωμα «Είναι ανάγκη να σε δω για λίγο. Ένα ζήτημα της πολυκατοικίας· επείγον. Μαίρη». Πρώτη φορά έπαιρνα την πρωτοβουλία της συνάντησης. Λίγο μετά άκουσα το κουδούνι. Άνοιξα χωρίς να ρωτήσω και είδα τη Λουκία στην πόρτα μου. Δυσκολεύτηκα να συγκρατήσω την έκπληξή μου. Άνοιξα διάπλατα την πόρτα και την κάλεσα να περάσει. «΄Όχι, όχι» μου είπε κουνώντας δεξιά κι αριστερά το κεφάλι για να τονίσει την άρνηση. «Αύριο, έλα εσύ, αύριο είναι Σάββατο κι είπες πως αυτό το Σάββατο δεν θα δουλέψεις, έλα κατά τις δέκα». Ποτέ δεν είχαμε ξαναβρεθεί πρωί.
Την επόμενη, πράγματι, την επισκέφθηκα, όπως το είχαμε κανονίσει. Η αλήθεια ήταν πως πράγματι δεν ήξερα τίποτε ουσιαστικό για την ζωή της, δεν μου είχε διηγηθεί ποτέ μια ιστορία από το παρελθόν της, κάτι απλό έστω, μια παιδική ανάμνηση, μια εκδρομή, κάποια Χριστούγεννα. Δεν αναφερόταν ποτέ στην οικογένειά της, τι δουλειά έκανε, αν δούλευε κάποτε βέβαια, ένα όνομα έστω. Λες και είχε διαγράψει το παρελθόν, όχι, λάθος αυτό, λες και είχε ανοίξει μια ασφαλή κρύπτη και το είχε καταχωνιάσει εκεί μέσα, έπειτα έκλεισε, διπλομαντάλωσε την πόρτα και πέταξε το κλειδί μεσοπέλαγα. Πρώτη φορά, εκείνο το πρωινό, σκέφτηκα ότι δεν είχα δει ποτέ μια φωτογραφία στο σπίτι της, αλλά ούτε και το σπίτι της είχα δει ποτέ πραγματικά. Έμπαινα στο μικρό χωλ, στο οποίο έφεγγε ένα υποτυπώδες φως από κάποιο παλιό λαμπατέρ, τόσο όσο να μην δυσκολεύει την κίνηση το σκοτάδι, να μην πέφτει ο επισκέπτης στο φαρδύ, στρογγυλό ξύλινο τραπεζάκι του καφέ που πάνω είχε ένα παλιομοδίτικο βάζο μουράνο χωρίς λουλούδια και στις δυο σκαλιστές πολυθρόνες, που υποψιαζόμουν πως το βασικό χρώμα της στόφας τους ήταν το μουσταρδί. Εκείνη περνούσε μπροστά και με οδηγούσε στην κουζίνα, πάντα νοικοκυρεμένη, με ένα ελαφρύ άρωμα κανέλλας, που την χρησιμοποιούσε σε μεγάλες ποσότητες στις γλυκές πίτες της, γιατί έλεγε είναι μια μυρωδιά αθώα, παιδική και μπορεί να σκεπάσει κάθε κακή μυρωδιά. Άναβε το φως, μια λάμπα πυράκτωσης που έστελνε κιτρινωπές ακτίνες στο χώρο και καθόμασταν στο τραπέζι, στις κάπως άβολες καρέκλες με κάθισμα από ψάθα και ψηλή πλάτη. Κάθε φορά που πήγαινα το τραπέζι ήταν σκεπασμένο με λευκό τραπεζομάντιλο από καλό λινό ύφασμα. Κάθε φορά ένα άλλο λευκό τραπεζομάντιλο με κομψό λευκό κέντημα στις άκρες, ποτέ στη μέση. Θαύμαζα το αστραφτερό λευκό, σαν να ’ταν πρώτη φορά που το ’ριχνε πάνω στο τραπέζι κι ας ήταν φανερό πως είχε πολλές φορές σκεπάσει το τραπέζι της μ’ αυτά. Το φανέρωνε η φυσική φθορά από την χρήση και τα πλυσίματα εδώ κι εκεί. Ωστόσο ποτέ δεν είχα δει απλωμένα στο μπαλκόνι της του ακάλυπτου, παρόλο που υπήρχε η απλώστρα με καλοτεντωμένα τα σχοινιά. Στο νεροχύτη δεν υπήρχαν ποτέ πιάτα, το πάτωμα ήταν σφουγγαρισμένο με επιμέλεια, τα τζάμια του μεγάλου παράθυρου, που τα κάλυπτε λευκή κεντημένη στο χέρι κουρτίνα, ελάχιστα τραβηγμένη στην άκρια για να αφήνει να μπαίνει μια λωρίδα φυσικού φωτός, άστραφταν. Άλλο από το σπίτι της δεν ήξερα. Όπως δεν ήξερα τίποτε γι’ αυτήν. Γιατί τραγουδούσε συνεχώς το ίδιο τραγούδι κάθε βράδυ; Γιατί το ρεφρέν τόσες φορές; Μέσα στο μυαλό μου έψαχνα τρόπους να μεταφέρω την συζήτηση με τον διαχειριστή χωρίς να την προσβάλω ή να της δώσω την εντύπωση ότι προσπαθώ να μάθω γι’ αυτήν πράγματα που δεν ήθελε να μου πει.
— Χτες είδα τον διαχειριστή… θέλουν να επισκευάσουν τον ακάλυπτο, άρχισα.
— Καιρός ήταν, μου είπε αμέσως λες και ήταν κάτι που την απασχολούσε πολύ. Όσα χρόνια είμαι εδώ είναι ένας βούρκος και από πέρυσι η κατάσταση έχει χειροτερέψει, μυρίζει τα καλοκαίρι με την ζέστη.
— Δηλαδή συμφωνείς. Γιατί πρέπει να υπογράψεις. Το κόστος θα είναι σχετικά μεγάλο. Θα το μοιράσουν ανάλογα με τα χιλιοστά κάθε διαμερίσματος και θα το πληρώσουμε σε έξι δόσεις.
— Πες του πως δεν έχω καμιά αντίρρηση. Έχω φτιάξει γλυκιά κολοκυθόπιτα, να σου βάλω ένα κομμάτι; Καλή έγινε, νομίζω. Έφαγα χτες για βραδινό.
Έβγαλε το ταψί να κόψει το κέρασμα και είδα πως έλειπε μια λεπτή φετούλα.
— Αυτό μόνο έφαγες για βραδινό; τη ρώτησα.
— Ναι, δεν πεινούσα και πολύ, γενικά δεν τρώω πολύ, θα το ’χεις καταλάβει, μου είπε.
Χαμογέλασα.
— Χαίρομαι που συμφωνείς… Ξέρεις, ο διαχειριστής αναρωτιόταν μήπως δυσκολεύεσαι με το οικονομικό…
—Όχι, τα καταφέρνω, εντάξει. Έχω ένα εισόδημα από τον πατέρα μου, ένα ενοίκιο είναι δηλαδή από ένα γραφείο στον Πειραιά και από μια παλιά ασφάλεια παίρνω μια μικρή σύνταξη. Το βλέπεις, έξοδα δεν έχω, το σπίτι είναι δικό μου, δεν πληρώνω ενοίκιο… Χτες είδες τις «Μέλισσες»;
Πρώτη φορά που έλεγε κάτι για τον εαυτό της. Είπα ένα γρήγορο «ναι» για να μην αλλάξουμε συζήτηση και τόλμησα μια ερώτηση: «Εσύ δεν δούλευες πουθενά; Θέλω να πω, πώς και δεν έχεις δική σου σύνταξη;». Δεν απάντησε για ώρα. Ένιωσα το κλίμα βαρύ. Πήρα μια κουταλιά από την πίτα και έκανα ένα επαινετικό σχόλιο, προσπαθώντας να ανακτήσω την επικοινωνία μας. Γύρισε και με κοίταξε. Μου φάνηκε πως χαιρόταν που με έβλεπε να τρώω την πίτα της. Σηκώθηκε και έκοψε ένα μικρό κομμάτι για την ίδια. Κάθισε πάλι και έφαγε κι εκείνη μια κουταλιά. Ανάγλειψε τα χείλη της και χαμογέλασε. «Πώς χάρηκε όταν έμαθα να φτιάχνω τούτη την πίτα…».
— Ποιος;
Άφησε πάλι λίγη ώρα σιωπής. Έτρωγα την πίτα μόνο και μόνο για να μην την κοιτάζω και αισθανθεί άβολα. Για να της δώσω χρόνο να συνεχίσει. Ξαφνικά άρχισε να ξύνει νευρικά με τα κοντά νύχια της το τραπεζομάντιλο, κόλλησε τα μάτια στον τοίχο, ακούμπησε τα δόντια της στο κάτω χείλος χωρίς διάθεση να το δαγκώσει κι έπειτα, εκεί που δεν το περίμενα μου απηύθυνε αυτή μια ερώτηση:
— Έχεις ερωτευτεί ποτέ;
— Δεν ξέρω, της απάντησα με ειλικρίνεια. Είχα κάποιους δεσμούς, ένιωσα έλξη για τους άντρες με τους οποίους σχετίστηκα, ενδιαφέρον, ίσως και αγάπη αλλά αυτά που διαβάζω, το πάθος η ζαλάδα, να είναι ένας άνθρωπος το κέντρο του κόσμου, όχι, ποτέ…
— Ο κόσμος ολόκληρος να έχει το σχήμα του… εγώ ερωτεύτηκα, έτσι… Ήμουν 23 χρονώ. Όμορφη; Δεν ξέρω, δεν θυμάμαι. Ο πατέρας μου με έλεγε «ομορφιά μου», αλλά πατέρας μου ήτανε, οι γονείς συνήθως νομίζουν πως τα παιδιά τους είναι τα ομορφότερα πλάσματα στον κόσμο. Και το δικό μου το παιδί έτσι το έβλεπα, το ομορφότερο κοριτσάκι στον κόσμο και το καμάρωνα.
Και πήρε να σιγομουρμουρίζει
έι-βαλα έι-βαλα ω
μόνο εσένα αγαπώ
Ομολογώ ότι ταράχτηκα. Ούτε καν μου είχε περάσει από το νου ότι μπορεί να είχε άντρα, παιδί, μια οικογένεια δική της. Φανταζόμουν μάλιστα ότι ήταν μια γυναίκα μόνη, ανέραστη, πάντα σχεδόν έγκλειστη από επιλογή στο σκοτεινό διαμέρισμα, αυτό ή κάποιο άλλο, χωρίς φίλους, χωρίς δραστηριότητες. Περίμενα με αγωνία να συνεχίσει και ντρέπομαι, αλλά οφείλω να το ομολογήσω είχα πια μεγάλη περιέργεια, όπως αυτή που μας γεννιέται περιμένοντας την εξέλιξη μιας αστυνομικής ιστορίας.
— … τον ερωτεύτηκα με την πρώτη ματιά. Μόλις μπήκε στο μαγαζί μου, μόλις άνοιξε το στόμα του και μου είπε τι ήθελε, μια παραγγελιά της αδελφής του, κλωστές και ένα πακέτο βελόνες με χοντρή μύτη νούμερο 22.
Σταμάτησε και με κοίταξε. «Δεν ξέρεις εσύ από αυτά, έτσι; Εγώ είχα πάντα μεγάλη αγάπη στο κέντημα. Στα ‘χω πει ξανά, μου φαίνεται. Ήμουν επιδέξια κεντήστρα, όχι μηχανές και τέτοια, με το χέρι, μετρητό… έχω στα ντουλάπια μου εκατοντάδες κεντήματα. Ο πατέρας μου ήταν στρατιωτικός, με το εφάπαξ μού άνοιξε ένα μαγαζί με είδη για κέντημα. Πουλούσα κλωστές, τσεβρέδες, σταμπωμένα πανιά για να τα κεντούν οι γυναίκες που δεν ήξεραν μετρητό ή βαριόντουσαν το μέτρημα. Ήταν μικρό μαγαζί αλλά από τα καλύτερα και πιο ενημερωμένα στο είδος του σ’ ολόκληρη την Αθήνα, ερχόντουσαν σε μένα κι από άλλες γειτονιές να ψωνίσουν». Μιλούσε με νοσταλγία, σχεδόν με αγάπη. Μου φάνηκε μάλιστα πως είδα ένα υποτυπώδες χαμόγελο να ροδίζει στα χείλη της αλλά έσβησε γρήγορα. Σήκωσε το φλυτζάνι με το κακάο που είχε φτιάξει για τον εαυτό της, το έφερε αφηρημένα στο ύψος του στόματος αλλά το άφησε εκεί για αρκετά δευτερόλεπτα χωρίς να πιει μια γουλιά. Το ξανάβαλε πίσω στο πιατάκι του και σταύρωσε τα χέρια της πάνω στο τραπέζι. Πρώτη φορά πρόσεχα πως είχε ιδιαίτερα ευγενικούς τρόπους, άγγιζε το φλυτζάνι με φινέτσα, έκοβε τις πίτες με επιδεξιότητα, σέρβιρε με χάρη. Μια οικοδέσποινα, μια κυρία. Πρώτη φορά την έβλεπα πραγματικά. Ίσως η πόρτα που είχε ανοίξει στο μυστήριό της με έκανε και μένα προσεκτικότερη, καθάριζε τη ματιά μου. Δεν είχα μπροστά μου ένα ενδιαφέρον αίνιγμα αλλά έναν άνθρωπο με ιστορία. Δεν άντεξα και τη ρώτησα «Τον ξαναείδες;»
— Ξανάρθε λίγες μέρες αργότερα. Τον παντρεύτηκα έξι μήνες μετά. Δεν… Πονούσε το κορμί μου όταν ήταν μακριά μου. Άδειαζε η ψυχή μου όταν δεν ήταν δίπλα μου, να τον βλέπω, να τον αγγίζω, να τον ακούω να μιλάει. Μόνο αυτός υπήρχε, όλα τα άλλα, όλοι οι άλλοι με ενοχλούσαν, με εκνεύριζε ό,τι δεν ήταν αυτός, ένιωθα πως κάθε καθημερινή υποχρέωση, κάθε άλλη σχέση τον αδικούσε και τον στερούσε από μένα.
Σταμάτησε, αναστέναξε κι έπειτα, σα να μιλούσε στον εαυτό της «Δεν θυμάμαι άλλα τραγούδια... Κανένα άλλο τραγούδι δεν θυμάμαι πια».
Ήξερα ότι δεν θα μιλούσε άλλο. Έφυγα λίγο αργότερα. Πρώτη φορά δεν σηκώθηκε να με συνοδεύσει ως την πόρτα. Έμεινε καθισμένη στο τραπέζι μπροστά στο φλιτζάνι με το κακάο που κρύωνε σιγά-σιγά. Το πρόσωπό της ήταν ήρεμο, χωρίς έκφραση σχεδόν, ωστόσο, πριν φύγω είδα μια λάμψη θυμού που με τρόμαξε· θυμός ατσαλάκωτος, σιδερένιος και έμοιαζε επικίνδυνος. Προς στιγμήν σκέφτηκα πως ήμουν το αντικείμενό του, ίσως δεν της άρεσε που μου ανοίχτηκε τόσο. Ωστόσο, όταν το ξανασκέφτηκα, κατάλαβα πως αφορούσε κάτι δικό της, πολύ βαθύ, ουσιαστικό και ανείπωτο.
Πέρασαν δυο τρεις μήνες και δεν επανήλθε στις εξομολογήσεις της. Οι εργασίες στον ακάλυπτο προχωρούσαν και μας είχαν δώσει ένα θέμα για τις δύσκολες συζητήσεις των συναντήσεών μας. Είχαμε πια καθιερώσει να πίνουμε καφέ κάθε Πέμπτη απόγευμα. Εκείνη την Πέμπτη πήγα λίγο καθυστερημένα στην συνάντησή μας. Είχε γεννήσει μια ανιψιά μου και είχα βγει στα μαγαζιά να πάρω δώρο στη λεχώνα και το μωρό της. Το είπα στη Λουκία. Μου φάνηκε πως είδα μια αδιόρατη ταραχή στο πρόσωπό της. «Καλότυχο να’ ναι», ευχήθηκε, «είδες τις «Μέλισσες» εχτές; Ωραίο επεισόδιο». Μιλήσαμε λίγο για το αγαπημένο της σήριαλ και τις περιπέτειες των ηρώων του προσπαθώντας να μαντέψουμε πώς θα εξέλισσαν την ιστορία οι σεναριογράφοι.
— Τι είναι το μωρό της ανιψιάς σου; με ρώτησε ξαφνικά
— Αγοράκι…
— Α, αγοράκι. Να το προσέχει. Να της πεις πρέπει να το προσέχει πολύ. Και τα αγοράκια πρέπει να τα προσέχουμε πολύ. Όλα τα παιδιά… Το δικό μου ήταν κοριτσάκι. Στην αρχή φοβόμουνα και να το πιάσω στα χέρια, μικρό, τόσο μικρό και εύθραυστο, σαν από ρυζόχαρτο. Δεν το πίστευα πως ήταν δικό μου. Με κοίταζε με τόση εμπιστοσύνη. Έκλεισα το μαγαζί για να την μεγαλώσω. Εκείνος την έλεγε «άγγελέ μου» και «ευτυχία μου», μαλώναμε ποιος την αγαπά πιο πολύ. Δεν πρόσεξα. Είχα θαμπωθεί από την ύπαρξή της, από τις χάρες της. Πόσο έξυπνη ήταν, πόσο εύκολα έπαιρνε τα γράμματα. Καλοκαίρι ήταν, είχε τελειώσει την τετάρτη… άρχισε να κοιμάται λίγο, έβλεπε άσχημα όνειρα, ξυπνούσε μέσα στη νύχτα κι έκλαιγε, έκανε ζέστη και φορούσε μπλούζες με κλειστό λαιμό, δεν ήθελε να κάνει μπάνιο, με το ζόρι την έβαζα στη μπανιέρα να πλυθεί… ζωγράφιζε όλη μέρα αλλά δεν μου έδειχνε τις ζωγραφιές της. Τα μάτια της… δεν πρόσεξα… Νόμιζα ότι ήταν καμώματα της εφηβείας που ερχόταν… ένα αγρίμι φοβισμένο στα μάτια της, όταν το είδα ήταν αργά…
»Σα να άκουσα κλάμα μες στον ύπνο μου. Πετάχτηκα από το κρεβάτι αλαφιασμένη και έτρεξα στο δωμάτιό της. Τον είδα πάνω της. Σάλεψε ο νους μου. Δεν ήξερα τι έκανα. Χύμηξα πάνω του, τον τράβαγα από το κορμί του παιδιού μου, έχωνα τα νύχια μου στην πλάτη του, φώναζα, τον χτυπούσα. Δεν πρόσεξα. Πάλι δεν πρόσεξα. Πάλι αυτός πήρε όλη μου την προσοχή. Είχα επικεντρωθεί σ’ αυτόν. Γέμισα σκοτάδι. Όση αγάπη είχε μέσα μου έγινε μίσος. Ήθελα να τον λιώσω. Κάτι μου ’λεγε, δεν τον άκουγα. Έβλεπα τα χείλη του να κινούνται να σχηματίζουν λέξεις, αλλά δεν τον άκουγα. Τον χτυπούσα, γροθιές τα δυο μου χέρια και τον χτυπούσα στα τυφλά. Δεν πρόσεξα. Για άλλη μια φορά, δεν πρόσεξα. Είχε κουλουριαστεί στην άκρη του κρεβατιού, είχε κουκουλωθεί με το σεντονάκι της, αχ, το σεντονάκι της με την Κοκκινοσκουφίτσα… δεν έτρωγε καλά τον τελευταίο καιρό, είχε μείνει μια σταλίτσα, χάθηκε μέσα στο σεντονάκι με την Κοκκινοσκουφίτσα. Θυμάμαι μόνο τα μάτια της, γεμάτα τρόμο και απελπισία, στεγνά, γεμάτα τρόμο και απελπισία. Αυτός προσπαθούσε να με ηρεμήσει, να μου κρατήσει τα χέρια να μην τον χτυπώ πια, αυτός, πάντα αυτός, τόσο πολύ αυτός παντού, γιατί; γιατί δεν πρόσεξα;
»Δεν ξέρω πού τον βρήκα τον χαρτοκόπτη, δεν έπρεπε να υπήρχε χαρτοκόπτης στο δωμάτιο του παιδιού, αλλά υπήρχε. Ένας μεγάλος, βαρύς σιδερένιος χαρτοκόπτης, που ’χε στην άκρη ένα αητό με ανοιχτά φτερά. Πώς βρέθηκε στο δωμάτιο του παιδιού τέτοιο πράγμα; Κάθε μέρα το συγύριζα, ποτέ δεν τον είχα δει…ποτέ δεν τον είχα δει πουθενά μέσα στο σπίτι. Δεν τον ήξερα αυτόν τον χαρτοκόπτη. Τον σήκωσα ψηλά, τον ζύγισα στην παλάμη και χτύπησα το κεφάλι του με τη μύτη του χαρτοκόπτη. Τον χτύπησα με τόση δύναμη που… Άκουσα τα κόκκαλα να σπάνε, πηχτό αίμα πετάχτηκε και πιτσίλισε τον τοίχο και το κρεβάτι του παιδιού… Το αίμα… μυρίζει άσχημα το αίμα, μόνο η κανέλλα σκεπάζει τη μυρωδιά του. Της άρεσε η μυρωδιά της κανέλλας, της άρεσαν οι πίτες που της έφτιαχνα πασπαλισμένες με κανέλλα.. Κρακ… Ο ήχος που κάνουν τα κόκκαλα όταν σπάζουν… απαίσιος ήχος. Σαν τον ακούσεις μια φορά, δεν μπορείς να τον ξεχάσεις… σε στοιχειώνει…Έμεινε λίγο όρθιος, τρέκλισε σαν να ’ταν έτοιμος να χορέψει και σωριάστηκε στο πάτωμα νεκρός. Τον μισούσα, τον μισούσα, όσο τον είχα αγαπήσει, σιχαμερός, άθλιος, ένα τέρας… Τον κοίταζα να πεθαίνει κι η προδοσία του μου έσκιζε την ψυχή κι όμως ακόμα ήμουν γεμάτη από αυτόν, το μίσος μου εξακολουθούσε να τον κρατά στο κέντρο της ζωής μου και δεν πρόσεξα. Μέσα στον εγωισμό του μίσους, στην εκδίκηση που ήταν τάχα τιμωρία… πάλι δεν είδα το παιδί. Όταν έτρεξα κοντά της για να την αγκαλιάσω, να της πω να μη φοβάται, πως όλα είχαν τελειώσει και κανείς δεν θα την πείραζε ξανά, δεν ήταν πια στο κρεβάτι της… ίσα που πρόλαβα να δω πώς άπλωσε τα χέρια της σαν πουλί και πήδηξε στο κενό…
έι-βαλα έι-βαλα ω
μόνο εσένα …
»Μ’ αυτό το τραγούδι τη μεγάλωσα. Ο νονός της είχε βρει ένα μουσικό κουτί που έπαιζε το σκοπό, της άρεσε πολύ, όλο ζητούσε να κουρντίζω το κουτί, να βγαίνει μια κούκλα από μέσα ντυμένη με νησιώτικη φορεσιά που γύριζε γύρω από τον εαυτό της όσο διαρκούσε το τραγούδι. Το ’μαθα και της το ’λεγα κι εγώ. «Πες το πάλι, μαμά»… Άπλωσε τα χέρια της σαν πουλί.
»Πού και πού πηγαίνω στη μαρμάρινη θυρίδα που αναπαύονται τα κοκαλάκια της. Δεν πλησιάζω, μένω στη γωνία του διαδρόμου που βρίσκεται η θυρίδα, αφήνω τα λουλούδια στο χώμα, το κερί μέσα στην πλαστική θήκη αναμμένο και φεύγω. Καμιά συγγνώμη δεν την φτάνει.
»Καταδικάστηκα είκοσι χρόνια. Πέρασα τα μισά στο ψυχιατρείο των φυλακών. Βγήκα πριν από δέκα χρόνια. Κανένας δεν με θυμόταν, σε κανέναν το όνομά μου δεν έλεγε τίποτε πια. Ήρθα να μείνω εδώ – το διαμέρισμα το ’χε αγοράσει ο πατέρας μου για μένα λίγο πριν πεθάνει. Όλοι έχουν πεθάνει.
»Έπρεπε να ’χω πεθάνει κι εγώ· το σκέφτηκα πολλές φορές, αλλά δεν το ‘κανα. Δεν επιτρέπω στον εαυτό μου να πεθάνει. Ο θάνατος είναι λύτρωση, ένα πουθενά, ένα τίποτα... έχεις σκεφτεί πώς μπορεί να είναι ο Θεός; Τι είναι η κόλαση; Δεν θα συναντηθούμε ποτέ ξανά με όσους αγαπήσαμε ούτε με όσους μισήσαμε. Αλλά θα θυμόμαστε αιώνια. Αυτή είναι η κόλαση. Να μην μπορείς να ξεχάσεις. Θέλω να ζήσω και να θυμάμαι, κάθε μέρα, κάθε ώρα, κάθε λεπτό. Να θυμάμαι... Η μνήμη με καίει και με τιμωρεί.
έι-βαλα έι-βαλα ω
μόνο εσένα …
Δεν τελείωσε τον στίχο…
Την ακούω πάντα να τραγουδάει τα βράδια. Έχω την εντύπωση ότι το τραγούδι της είναι λίγο μελαγχολικότερο από πριν, αλλά μπορεί να λαθεύω, είναι που ξέρω πια. Πηγαίνω κάθε Πέμπτη για καφέ, τρώω τις γλυκές πίτες της, πασπαλισμένες με κανέλλα. Δεν μιλήσαμε ποτέ ξανά για την ιστορία της. Είμαι απόλυτα σίγουρη πως ποτέ ξανά δεν θα μιλήσουμε γι’ αυτά.
Ιούλιος 2022
• Η Μαρώ Τριανταφύλλου γεννήθηκε στην Αθήνα το 1963. Τελευταίο της βιβλίο, Αινίγματα (δέκα ιστορίες) (Εύμαρος, 2023).
• Τη δημοσίευση κοσμεί το ζωγραφικό έργο «Το σπίτι της κυρίας Ζωής» της Λήδας Κοντογιαννοπούλου
Create Your Own Website With Webador