της ΒΑΝΙΑΣ ΣΥΡΜΟΥ
Βράδιαζε και τα βήματά του τον οδηγούσαν πάλι τυφλά στο φωτεινό σκοτάδι του μοναδικού κινηματογράφου της επαρχιακής πόλης. Δεν τον ένοιαζε η απουσία θέρμανσης στην αίθουσα. Είχε προνοήσει κι είχε φορέσει βαρύ παλτό και κασκόλ. Την προηγούμενη φορά δεν ευχαριστήθηκε την ταινία, γιατί κρύωνε. Ο ιδιοκτήτης του κινηματογράφου του το ΄χε πει, μια η κρίση, μια οι διαδικτυακές πλατφόρμες, αναγκάστηκε να κάνει περικοπές και στη θέρμανση για να βγάλει τη χειμερινή σεζόν. Έκανε υπομονή, να βγάλει το χειμώνα, μέχρι που θ΄ άνοιγε τον θερινό στην ταράτσα για να ρεφάρει. Το καλοκαίρι βλέπεις τα πράγματα πήγαιναν καλύτερα. Θες οι ταινίες δράσης, θες τα σχολεία που έκλειναν κι ερχόταν η μαρίδα να διασκεδάσει και να φάει ποπ κορν βλέποντας κωμωδίες, έβγαινε καλό μεροκάματο. Ο χειμώνας όμως ήταν δύσκολος. Ακόμα και με ταινίες πρώτης προβολής υπήρχαν μέρες που ζήτημα ήταν αν έκοβε καμιά δεκαριά εισιτήρια. Το πρόγραμμα άλλαζε κάθε Δευτέρα και Πέμπτη με δύο προβολές καθημερινά. Για ανακαίνιση επομένως ούτε λόγος! Εκείνον όμως δεν τον πείραζε! Ανυπομονούσε να βυθιστεί, καθώς θα έσβηναν τα φώτα, στα κόκκινα φθαρμένα καθίσματα που του θύμιζαν αλλοτινές δόξες.
Η Αύρα, αυτό ήταν το όνομα του κινηματογράφου, λειτουργούσε απ’ το ’52 στην πόλη τους, όταν ο πατέρας του ήταν ακόμα έφηβος. Τότε ήταν ένας απ’ τους πολλούς κινηματογράφους που λειτουργούσαν. Τώρα, ο μοναδικός. Πάντα του άρεσε αυτό το όνομα. Κάθε φορά που το πρόφερε, ένιωθε να δροσίζεται το πρόσωπό του. Παιδί θυμάται που τον πήγαιναν οι γονείς του τις Κυριακάδες στην απογευματινή προβολή. Αδημονούσε να δει τη δέσμη φωτός του προβολέα να διασχίζει το σκοτάδι της αίθουσας και να τον οδηγεί στο μαγικό κόσμο της οθόνης. Κι όταν επέστρεφε στο σπίτι, πρώτη του δουλειά ήταν ν΄ ανοίξει το «Τετράδιο των ταινιών» για να συμπληρώσει οπωσδήποτε τη νέα ταινία στον κατάλογό του: τίτλος, σκηνοθέτης, πρωταγωνιστές. Από κάτω, μικρό σημείωμα με εντυπώσεις: «Καταπληκτικό! Θα το ξανάβλεπα και στη βραδινή προβολή αλλά δε μ΄ άφησε ο πατέρας!». Μετά, άνοιγε το ντοσιέ με τη συλλογή των μονόφυλλων προγραμμάτων που μοίραζαν στην είσοδο του κινηματογράφου. Τα τοποθετούσε προσεκτικά και τα διατηρούσε ατσαλάκωτα, ώστε να μπορεί να ανατρέχει όποτε χρειαζόταν, για να θυμηθεί την υπόθεση κάποιας ταινίας. Τα μάζευε ένα ένα σαν πολύτιμα πετράδια, μην τυχόν και σβηστεί καμιά ταινία απ’ τη μνήμη του. Κι όταν τα βράδια δεν τον έπαιρνε ο ύπνος, άνοιγε το τετράδιο και χανόταν μες στις εικόνες που άξαφνα αναδύονταν απ’ τις σελίδες του και τον έπαιρναν μαζί τους. Τότε ονειρευόταν πως έμπαινε μέσα στη μεγάλη οθόνη. Αρκούσε να το ζητήσει σε κάποιον από τους πρωταγωνιστές κι εκείνοι πρόθυμα τον έβαζαν στον κόσμο τους. Κάθε φορά τον περίμενε μια νέα ζωή. Πότε του ήρωα πολεμιστή που διακρινόταν σε ένδοξα πεδία μαχών και πότε του σκληρού καουμπόη που έριχνε επιδέξια το λάσο στα ράντσο της Αριζόνα. Άλλοτε πάλι θαλασσόλυκος, στα ανοιχτά του ωκεανού, να δαμάζει με το πλοίο του τα κύματα ή διάσημος αστροναύτης να εξερευνά το άγνωστο διάστημα.
Η ταράτσα της Αύρας φιλοξένησε τα εφηβικά του καλοκαίρια κι εκείνες τις πρώτες εξόδους με φίλους χωρίς τη συνοδεία των γονιών τους∙ τότε που νόμιζαν πως ήταν ξαφνικά μεγάλοι. Στο σκοτάδι της θερινής Αύρας είχε νιώσει για πρώτη φορά στο χέρι του το τυχαίο άγγιγμα της Σοφούλας, της συμμαθήτριάς του και τη μοσχοβολιστή ανάσα της δίπλα του, καθώς μπερδευόταν με τη μυρωδιά απ’ το αγιόκλημα. Και παρόλο που δεν είχε καταφέρει από την πρωτόγνωρη αναστάτωση να συγκεντρωθεί στη μεγάλη εμπορική επιτυχία που προβαλλόταν στην οθόνη, εκείνη η πανσέληνη βραδιά του ’χε μείνει αξέχαστη.
Το ίδιο εκείνο φεγγάρι τον παρηγορούσε σε κάθε του έγνοια τα καλοκαίρια που επέστρεφε φοιτητής από την Αθήνα για διακοπές. Είχε ήδη γίνει μέλος της κινηματογραφικής λέσχης του Πανεπιστημίου, στην οποία πήγαινε ανελλιπώς μια φορά την εβδομάδα. Μα δεν ήταν το ίδιο. Του έλειπε το γνώριμο σκοτάδι, η συγκεκριμένη θέση που διάλεγε στο κέντρο της αίθουσας, ο κυρ Στέλιος στο ταμείο που πάντα τον καλωσόριζε μ΄ ένα χαμόγελο κι εκείνο το χαρακτηριστικό «σήμερα σου ’χω ταινιάρα!». Θυμάται πως ακόμα κι όταν ξέσπαγε καλοκαιρινή μπόρα στη μέση της ταινίας, εκείνος απτόητος, συνέχιζε να παρακολουθεί πίσω απ’ τα κρόσσια της βροχής ,στις τελευταίες θέσεις, κάτω απ’ το στέγαστρο, μέχρι να δει τους τίτλους του τέλους.
Κι όταν τα χρόνια πέρασαν και οι παλιές παρέες άρχισαν να διαλύονται κι ο καθένας έπαιρνε το δρόμο του, φτιάχνοντας οικογένεια ή μεταναστεύοντας σε άλλη πόλη, η Αύρα ήταν πάλι εκεί, φορώντας τα καλά της μετά από την τελευταία της ανακαίνιση, να του προσφέρει φιλόξενα μια θέση στον δικό του μοναχικό παράδεισο. Πάντα ζήλευε τις ζωές των ηρώων των ταινιών. Η δική του με τα χρόνια φάνταζε πια σαν ασπρόμαυρη βωβή ταινία. Τελευταία το ’βλεπε και στα όνειρα του. Μιλούσε μα η φωνή του δεν ακουγόταν. Διάβαζε τα λόγια του σε τίτλους.
Οι μέρες στη δημόσια υπηρεσία όπου εργαζόταν, κυλούσαν χρόνια τώρα, η μία πίσω απ’ την άλλη σαν χάντρες κομπολογιού, ροκανίζοντας τον χρόνο αργά κι ανεπαίσθητα, με εξαίρεση τις Δευτέρες και τις Πέμπτες, που πήγαινε στην Αύρα. Στο άνοιγμα της πόρτας του γραφείου η ίδια πάντα εικόνα της γκρι μεταλλικής ντουλάπας όπου φυλάσσονταν τ΄ αρχεία, να του φυλακίζει τη ματιά. Μάταια αναζητούσε να ξεκουράσει το βλέμμα του κοιτώντας προς το παράθυρο, αφού το μόνο που αντίκριζε ήταν ένα παρατημένο παχύφυτο με την προφητική ονομασία «υπομονή» στο περβάζι. Τους το είχε αφήσει πεσκέσι ένα χρόνο πριν, συνάδελφος που πήρε σύνταξη. Έκανε κι εκείνο υπομονή, όπως όλοι στο γραφείο, πασχίζοντας να επιβιώσει κάτω απ’ το θλιμμένο φως που έμπαινε τα πρωινά απ’ τον ακάλυπτο. Δεν ήθελε ν΄ αφήσει τίποτα πίσω του, όταν σε δυο χρόνια θα ’παιρνε τη δική του σύνταξη. Τον απασχολούσε καιρό τώρα κι αυτή η θαμπάδα στα μάτια, που τους τελευταίους μήνες ερχόταν κι έφευγε όλο και πιο συχνά. Κληρονομικότητα και ηλικία του ’χε πει ο γιατρός. Δεν έπαιρνε επέμβαση. Έπρεπε να τη συνηθίσει και να περιμένει επιδείνωση. Θυμήθηκε τότε τον παππού του που τα γεράματα τον είχαν βρει τυφλό να ζει μέσα από τις μνήμες.
Σήμερα ήταν Πέμπτη κι όπως πάντα, όποια ταινία και να ’παιζε, εκείνος θα παρέμενε πιστός στο ραντεβού του. Μ΄ ένα μόνο κινηματογράφο στην πόλη, πόσα περιθώρια επιλογής να ’χεις! Του αρκούσε που κάθε φορά τον σκέπαζε το ανακουφιστικό σκοτάδι της αίθουσας∙ αφηνόταν τότε και ταξίδευε, ξεχνώντας τη δυσφορία της μέρας και ξανάβρισκε τον ρυθμό της καρδιάς και της ανάσας του. Αν του άρεσε το έργο, καθόταν και στη βραδινή προβολή, όπως σκόπευε να κάνει και απόψε. Απ’ το πρωί σκεφτόταν την ταινία που θα ’βλεπε κι ανυπομονούσε. Απ’ τον προηγούμενο μήνα ο Παναγιώτης, ο γιος του κυρ Στέλιου, που ’χε αναλάβει πλέον τη διεύθυνση της Αύρας, του ’χε υποσχεθεί ένα σινεφίλ αφιέρωμα στον ευρωπαϊκό κινηματογράφο, που θα ξεκινούσε με τα «Φτερά του έρωτα» του Βιμ Βέντερς. Αγαπημένη ταινία της νεότητάς του! Την είχε δει, θυμάται, σε τρεις συνεχόμενες προβολές όταν πρωτοβγήκε στους κινηματογράφους.
Λίγο πριν ξεκινήσει η ταινία, κοίταξε γύρω του και διαπίστωσε πως θα ήταν τελικά ο μοναδικός θεατής στην αίθουσα. Ποιος θα ’ρχόταν βραδιάτικα με τέτοιο κρύο; Τα μάτια του είχαν απ’ το πρωί αρχίσει πάλι να τον ενοχλούν. Τα φώτα έσβησαν. Στην ασπρόμαυρη οθόνη η απόκοσμη ομορφιά του Βερολίνου τον συνεπαίρνει. Με τα φτερά των μαυροντυμένων αγγέλων πρωταγωνιστών πετά κι αυτός αόρατος πάνω από τη γερμανική πρωτεύουσα και παρατηρεί με την ασπρόμαυρη ματιά τους από τα σύννεφα, τους τρούλους, τις ταράτσες, τ΄ αγάλματα, τις ζωές των ανθρώπων, κι ακούει τις μύχιες σκέψεις τους. Ανάμεσά τους και η Μαριόν! Να την πάλι στην αγαπημένη του σκηνή! Η παριζιάνα ακροβάτισσα του περιοδεύοντος τσίρκου ίπταται φορώντας τα ψεύτικα φτερά της. Ο «άγγελος» των νεανικών του φαντασιώσεων βρίσκεται εδώ μπροστά του. Την ερωτεύεται ξανά, καθώς ο φακός την παρακολουθεί να αιωρείται πάνω στην εναέρια κούνια εκτελώντας το ακροβατικό της νούμερο.
Η οθόνη όμως αρχίζει ξαφνικά να θολώνει. Σε λίγο, μόλις που καταφέρνει να διακρίνει την αγαπημένη του σαν μια λεπτή φιγούρα. Κι όταν εκείνη αφήνει τα χέρια της απ’ τα σχοινιά απλώνοντάς τα ελεύθερα στον αέρα, η εικόνα της θαμπώνει ολότελα. Αγωνιά μήπως την χάσει. Κλείνει τα μάτια του κι απλώνει τα χέρια του στα δικά της. Τότε η Μαριόν, αιωρούμενη προς το μέρος του, τον τραβά μαζί της μέσα στην οθόνη.
Τότε διαπιστώνει πως έχει αποκτήσει κι αυτός φτερά. Καθώς η Μαριόν τον κρατά δυνατά, αιωρούνται και οι δύο σ΄ ένα εντυπωσιακό νούμερο δίχως προστατευτικό δίχτυ. Βλέπει το πρόσωπό της ξανά καθαρά σαν σε κοντινό πλάνο. «Σ’ αγαπώ!» της φωνάζει. Τι περίεργο! Δεν εμφανίζονται πια υπότιτλοι στα λόγια του! Εκείνη τον ακούει και κοιτάζοντάς τον στα μάτια του χαμογελά. Το κοινό του τσίρκου τούς χειροκροτά όρθιο με ενθουσιασμό. Όλα γύρω του αποκτούν χρώμα και φως. Επιτέλους, έστω για λίγο, βλέπει τη ζωή του έγχρωμη.
Create Your Own Website With Webador