της Μαρίας Πάλλα
[Λαίδη Μάκβεθ (Lady Macbeth, Ηνωμένο Βασίλειο 2016), του William Oldroyd
με τους Florence Pugh, Cosmo Jarvis, Paul Hilton, Naomi Ackie, Christopher Fairbank]
Το 1865 ο Λέσκοφ (Nikolai Leskov) έγραψε το μυθιστόρημα Η Λαίδη Μάκβεθ του Μτσενσκ, εμπνευσμένο από τη γνωστή τραγωδία του Σαίξπηρ. Το 1962 μεταφέρθηκε στον κινηματογράφο με τον τίτλο «Η Λαίδη Μάκβεθ από τη Σιβηρία», σκηνοθετημένο από τον Αντρέι Βάιντα (Andrzej Wajda). Η δε όπερα Λαίδη Μάκβεθ του Μτσενσκ του Ντιμίτρι Σοστακόβιτς (1934) παρουσιάσθηκε το 2019 από την Εθνική Λυρική Σκηνή στην αίθουσα Σταύρος Νιάρχος στο ΚΠΙΣΝ σε σκηνοθεσία της Φανί Αρντάν (Fanny Ardant).
Bασισμένη στο μυθιστόρημα του Λέσκοφ και με διαφορετικό τέλος από αυτό του βιβλίου, η πρώτη ταινία του William Oldroyd εστιάζει στην πρωταγωνίστρια κατά κύριο λόγο, παραμένοντας στην νοηματική αν και μακρινή σχέση με την λαίδη του σαιξπηρικού δράματος. Ο σκηνοθέτης και η Άλις Μπιρτς, η οποία έγραψε το σενάριο, μεταφέρουν την ιστορία του Νικολάι Λέσκοφ στην Αγγλία των μέσων του 19ου αιώνα.
Η Κάθριν πωλείται μαζί μ’ ένα παλιοχώραφο σ’ έναν γαιοκτήμονα, τον Αλεξάντερ που, ενώ την νυμφεύθηκε, της δείχνει με τον κυνικότερο τρόπο ότι δεν του είναι σύζυγος και σύντροφος, ούτε καν άνθρωπος: είναι μόνο ένα αντικείμενο, σε χειρότερη θέση κι από την Άννα, την υπηρέτρια. Αυταρχική μεταχείριση υφίσταται και από τον πεθερό της. Θα έλεγε κανείς ότι όλοι την μισούν. Ο σύζυγος που της απευθύνει τον λόγο μόνο για να την ταπεινώσει, η Άννα που της σφίγγει τους κορσέδες και την χτενίζει με μια μανία σαν να την εκδικείται, μπαίνει εξάλλου στο δωμάτιό της χωρίς προηγουμένως να χτυπήσει και κοιτάζει από τις κλειδαρότρυπες. Μην έχοντας άνθρωπο να μιλήσει παρά μόνο την Άννα (και μ’ αυτή ελάχιστα λόγια), και καθώς ωριμάζει η καταπιεσμένη σεξουαλικότητά της, ερωτεύεται έναν σταυλίτη, τον Σεμπάστιαν, και συνδέεται μαζί του μ’ ένα παράφορο πάθος.
Παρακολουθούμε τις συνθήκες εγκλεισμού της Κάθριν (δεν της επιτρέπεται ούτε για αέρα να βγει, κι ό,τι θα της άρεσε υποχρεώνεται να το ξεχάσει) μ’ έναν κόμπο στον λαιμό, και η ίδια αγανάκτηση φαντάζεται κανείς ότι θα διακατείχε και τον Λέσκοφ καθώς έγραφε το βιβλίο. Αλλά παρακολουθούμε και τη σταδιακή αλλαγή της συμπεριφοράς της Κάθριν, που μετατρέπεται από υποτακτική βουβή «σύζυγο» σε παγιδευμένο ζώο που θέλει να δραπετεύσει από τα δεσμά του, που περνάει από την απογοήτευση στη συνειδητοποίηση της ανάγκης για ερωτικό κι ανθρώπινο σύντροφο, από τη χαρά της γαμήλιας τελετής στην απομόνωση και στην απόγνωση και παραπέρα, με μια ορμή που σαρώνει τα πάντα στο πέρασμά της, στη συμμόρφωση προς τα ένστικτά της, ορμή που την μεταμορφώνει σε ψυχρή εκτελέστρια μεταχειριζόμενη όλα τα μέσα, προκειμένου να κρατήσει τον σύντροφό της. Ένα ον μέσα σε ένα γλυκύτατο φωτεινό μπλε φόρεμα που όσο προχωράει η ταινία σκουραίνει ώσπου στο τέλος μπερδεύεται με το μαύρο, ον που μέσα από απρόσμενες ανατρεπτικές κορυφώσεις οδηγείται στην αυτοκαταστροφή.
Ο θεατής αισθάνεται ανακούφιση όταν, κατά την απουσία του συζύγου και του πεθερού της, ανοίγει επιτέλους ελεύθερα τα παράθυρα και εισπνέει τον αέρα, βγαίνει και βαδίζει ανέμελη χωρίς καλοχτενισμένα μαλλιά, χωρίς κορσέ και φορώντας απλά ρούχα σαν τις αγρότισσες της περιοχής της. Σταματάει αποφασιστικά την δοκιμασία στην οποία υποβάλλουν την Άννα οι άρρενες εργαζόμενοι στον πύργο, και περιμένουμε η Κάθριν να δείξει την ίδια αποφασιστικότητα και σε ό,τι την αφορά. Εκείνο που ακόμα δεν υποψιαζόμαστε είναι το έως πού πραγματικά είναι ικανή να φθάσει.
Η σκηνοθετική ματιά στέκεται μελαγχολική πάνω στην πρωταγωνίστρια· η ενεργητικότητά της, τα νιάτα και η ομορφιά της πήγαν χαμένα έχοντας σφραγισθεί από μια αδυσώπητη μοίρα. Ενσαρκώνει τον χαρακτήρα μιας γυναίκας που επαναστατεί κι απελευθερώνεται, αλλά ταυτόχρονα εγκλωβίζεται σε μια στρεβλή κατάσταση έξω από τα όρια της ίδιας της της ελευθερίας· η Κάθριν εκδικείται με τον σκληρότερο και τον χειρότερο δυνατό τρόπο τους πάντες. Η μεταμόρφωση όμως αυτή είναι το προϊόν μιας κοινωνίας ανδροκρατούμενης που την ωθεί στην άβυσσο, αφού δεν της αφήνει κανένα περιθώριο αλλαγής ή έστω βελτίωσης των συνθηκών της ζωής που άλλοι επέλεξαν γι’ αυτήν.
Ο William Oldroyd επιχειρεί να κατανοήσει τον ψυχισμό που προκαλεί τις πράξεις αυτής της γυναίκας, όχι να την κρίνει. Αλλά ούτε και να την εξιλεώσει, διότι δεν τις δικαιολογεί. Επιλέγει να καταγράψει με ρεαλισμό το ποιόν ζωής των γυναικών τον 19ο αιώνα στην Αγγλία (και όχι μόνο) και την αρρωστημένη συμπεριφορά μιας κοινωνίας (ανδρών) απέναντί τους, όπως και απέναντι σε κάθε ον αδύναμο, αλλά και ταξικά και φυλετικά διαφορετικό, εν προκειμένω στην υπηρέτρια Άννα και στον σταυλίτη Σεμπάστιαν, αμφότερους με διαφορετικό χρώμα δέρματος (μαύρη-μιγάς αντίστοιχα), όπως και στον μικρό εξώγαμο γιο του Αλεξάντερ, η περίπτωση του οποίου λειτουργεί καταλυτικά προς επιβεβαίωση όλων των παραπάνω, ιδίως της μετατροπής των θυμάτων σε θύτες.
Η ιστορία διαδραματίζεται κατά το μεγαλύτερο μέρος της μέσα στον πύργο-φυλακή, και θα μπορούσε θαυμάσια να παιχθεί στο θέατρο (ο Oldroyd είναι κατά βάση σκηνοθέτης θεάτρου). Αλλά είναι κινηματογράφος 100% και με πολλή μαεστρία σκηνοθετική και εικαστική. Υπέροχες εικόνες της αγγλικής υπαίθρου, εσωτερικές λήψεις που τονίζουν τη μοναξιά της ηρωίδας και τη διαρκή ένταση που αποπνέουν χώροι και άνθρωποι, αλλά και κάδρα που θυμίζουν πίνακες ζωγραφικής του 17ου αιώνα, κάλλιστη η φωτογραφία της Ari Wegner. Εξαιρετικές ερμηνείες, ιδιαίτερα από την νεαρή Φλόρενς Πιου (Florence Pugh) το πρόσωπο της οποίας, ενώ θα έπρεπε να λειτουργεί ως καθρέπτης των συναισθημάτων της, είναι σχεδόν πάντα ίδιο, σαν να φοράει μάσκα με την απαράλλαχτη έκφραση, εκτός από τη σκηνή της αγρύπνιας, όταν το πρωί την βρίσκει στο προσκέφαλο του παιδιού, που δύσκολα ξεχνιέται. Σ’ αυτήν την σκηνή όλες οι διακυμάνσεις και η τρικυμισμένη ψυχολογία υποβάλλουν αυτό το πρόσωπο σε διαδοχικές εκφράσεις έως εκείνη που λίγο απέχει από το να λυθεί σε δάκρυα, ώσπου η αυγή έρχεται να φωτίσει την τελική αποκρυσταλλωμένη όψη και υφή του: αυτήν της πέτρας.
Ταινία εποχής από (και με) σύγχρονη οπτική, κάτι περισσότερο από φεμινιστική, η ταινία του Γουίλιαμ Όλντροϊντ (William Oldroyd), παρά το ζοφερό περιεχόμενό της, είναι ένα έργο τέχνης που, πέρα από την αισθητική του αρτιότητα, καταδεικνύει, ξεβολεύει, παρακινεί ωθώντας σε στοχασμό και προβληματισμό.
Add comment
Comments