Για την ταινία «Λεωνόρα αντίο» του Πάολο Ταβιάνι

Published on 1 April 2025 at 23:57

της ΜΑΡΙΑΣ ΠΑΛΛΑ

 

[Λεωνόρα αντίο (Leonora Addio, Ιταλία, 2022) του Πάολο Ταβιάνι με τους Φαμπρίτσιο Φερακάνε, Ματέο Πιτιρούτι, Ντάνια Μαρίνο, Ντόρα Μπέκερ]

 

Ποιος  δεν  θυμάται  τις  ταινίες  των  αδελφών  Ταβιάνι,  ποιητικές δημιουργίες που συνέχιζαν επί δεκαετίες την σπουδαία παράδοση του ιταλικού κινηματογράφου και έστρωσαν δρόμους για τις επόμενες που ήρθαν και που θα έρθουν… Μόνος του πια, χωρίς τον Βιτόριο, ο Πάολο σκηνοθέτησε και ολοκλήρωσε μια ακόμα ξεχωριστή ταινία που την αφιερώνει στη μνήμη του αδελφού του.

Σε ενενήντα λεπτά οι εικόνες του Πάολο Ταβιάνι αφηγούνται δύο ιστορίες, μια μεγαλύτερη και μια μικρότερη, με κυρίαρχη μορφή αυτήν του Λουίτζι Πιραντέλο. Για ν’ ακριβολογούμε, παρακολουθούμε την περιπέτεια της τέφρας του ποιητή (πρώτη ιστορία) και του μικρού μετανάστη στην Αμερική  από το διήγημά του «Το καρφί» (δεύτερη ιστορία). Και οι δύο για θάνατο μιλάνε. Κι αν αφήσει κανείς πίσω του έργο αθάνατο όπως το λέμε και το θαυμάζουμε οι ζωντανοί, η ίδια μοίρα τον περιμένει μαζί με όλους τους άλλους. Ευθεία αναφορά στον εκλιπόντα αδελφό και συμπορευτή στην περιπέτεια της ζωής και της τέχνης τους· ο θάνατος του ποιητή και το τελευταίο διήγημά του έγιναν η εμβληματική επιλογή για τον Πάολο σε μια ταινία αφιερωμένη στη μνήμη του Βιτόριο, κι  ενός είδους απολογισμό του κινηματογράφου των δύο αδελφών, αφού αξιοποίησαν το έργο του Πιραντέλο στη φιλμογραφία τους (To Χάος, 1984).

Το 1936 ο Πιραντέλο, που δόξασε με το έργο του εαυτόν και τη χώρα του, πεθαίνει έχοντας προηγουμένως εκφράσει την επιθυμία να αποτεφρωθεί και οι στάχτες του να σκορπιστούν ώστε να μη μείνει τίποτε από αυτόν –  κι αν αυτό δεν πραγματοποιηθεί, τότε η τεφροδόχος να χωθεί σε κάποιο βράχο τραχύ στον Ακράγαντα της Σικελίας, όπου είχε γεννηθεί. Οι ιθύνοντες του μουσολινικού καθεστώτος αποφάσισαν μια φασιστική κηδεία «που να μη ξεχαστεί ποτέ, με σημαιάκια, καρδινάλιους, μπάντα και τα ρέστα». Η τεφροδόχος παρέμεινε στο νεκροταφείο της Ρώμης «επί δέκα χρόνια πολέμου, φόβου, βαρβαρότητας, αγώνων». Έτσι, το πρώτο μέρος της ταινίας ιστορεί το ετεροχρονισμένο οδοιπορικό της τέφρας δέκα χρόνια μετά τον θάνατο του ποιητή, από τη Ρώμη στην πατρώα γη. Σε ασπρόμαυρη υπέροχη φωτογραφία των Πάολο Καρνέρα και Σιμόνε Ζαμπάνι, που γίνεται έγχρωμη στο δεύτερο μέρος, όπου και η μεταφορά στην οθόνη του διηγήματος που ο Πιραντέλο έγραψε λίγο πριν πεθάνει. Η μουσική του Νικόλα Πιοβάνι ενδύει το όλο έργο μοναδικά.

Η ταινία αρχίζει δείχνοντας από φιλμ αρχείου τον Λουίτζι Πιραντέλο να παραλαμβάνει το Νόμπελ λογοτεχνίας το 1934, ενώ ακούμε την (υποτιθέμενη) φωνή του ποιητή: «Δεν είχα ξανανιώσει ποτέ τόσο μόνος και τόσο θλιμμένος. Η γλύκα της δόξας δεν αντισταθμίζει την πίκρα του αντιτίμου της». Λίγο αργότερα, από το κρεβάτι του θανάτου, σ’ ένα μεγάλο σχεδόν άδειο δωμάτιο βλέπει τα παιδιά του να μπαίνουν κι όσο τον πλησιάζουν, τόσο ενηλικιώνονται, ώστε όταν πια τον φθάνουν και τον αγγίζουν, έχουν ήδη γεράσει. Εκείνος τα σκέφτεται, καθώς η ζωή του τελειώνει, μ’ έναν ανεπανάληπτο φιλοσοφικό εσωτερικό μονόλογο για το σύντομο, το εφήμερο, τις ματαιότητες, και στα λίγα εκείνα λόγια συμπυκνώνεται ολόκληρη η τρυφερότητά του γι’ αυτά.

Στα δέκα χρόνια που μεσολαβούν από τον θάνατο του Πιραντέλο μέχρι την άφιξη του εκπροσώπου του δήμου του Αγκριτζέντο στη Ρώμη για να παραλάβει τις στάχτες και να τις εναποθέσει εκεί όπου έπρεπε να είναι από την αρχή, προβάλλονται και πάλι εικόνες αρχείου από ιστορικά γεγονότα, μέσα από τα οποία διαφαίνονται οι βαρειές συνέπειές τους πάνω στους ανθρώπους. Κι επιπλέον, κατά την διαδικασία και τις προπαρασκευές για τη μεταφορά των λειψάνων, ο ιταλικός λαός προσπαθεί να επιβιώσει δυσφορώντας για τη στάση των Αμερικανών, οι οποίοι συμπεριφέρονται σαν κατακτητές.

Με την σκηνοθεσία του πρώτου μέρους να θυμίζει ιταλικό νεορεαλισμό, το δεύτερο μέρος αφηγείται το φονικό στο Μπρούκλιν από τον μικρό μετανάστη στη δεκαετία του ’30, που δηλώνει ότι οδηγήθηκε στο έγκλημα «επίτηδες»· όσο κι αν προσπάθησε η ανάκριση, δεν μπόρεσε να ερμηνεύσει αυτό το «επίτηδες». Ένα έγχρωμο και άψογα σκηνοθετημένο κομψοτέχνημα μας μεταφέρει στο σήμερα του κινηματογράφου. «Ο χρόνος πρέπει να περάσει και να μας πάρει μακριά με όλα τα σενάρια της ζωής μας. Tο δικό μου το τύλιξα ήδη και το ’χω βάλει κάτω από τη μασχάλη», λέει σαν να μας αποχαιρετά ο σκηνοθέτης με τη φωνή του Πιραντέλο, καθώς βλέπουμε την κατάφωτη οροφή του θεάτρου της Όπερας της Ρώμης.

«Το ταξίδι της στάχτης» θα μπορούσε να είναι ένας περισσότερο αντιπροσωπευτικός τίτλος. Αντ’ αυτού, το «Λεωνόρα αντίο», που αποτελεί τον τίτλο ενός άλλου διηγήματος του Πιραντέλο στο οποίο η ταινία δεν αναφέρεται, απευθύνει παρ’ όλα αυτά τον αποχαιρετισμό του Πάολο στον αδελφό του τον Βιτόριο που απεβίωσε το 2018. Τι θα μπορούσε να αφηγηθεί κανείς περιγράφοντας την μετάβαση ενός αμφορέα με τις στάχτες του νεκρού στον καταληκτικό τόπο τους στο Αγκριτζέντο; Κι όμως, όλα είναι εκεί: το πολιτικό σχόλιο, η δεισιδαιμονία των ανθρώπων που φοβούνται να ταξιδέψουν παρέα με τα υπολείμματα ενός νεκρού (αλλά και του Αμερικανού πιλότου, που ψεύδεται κιόλας λέγοντας πως χάλασε ο έλικας του αεροπλάνου), ο προβληματισμός του επισκόπου προκειμένου να ευλογήσει ένα ελληνικό (= ειδωλολατρικό) αγγείο, ο έρωτας δύο νέων που σφύζουν από ζωή κλείνοντας το μάτι στον θάνατο. Προπάντων η Ιταλία ταπεινωμένη, καθημαγμένη, με ανοιχτές τις πληγές της από τον φασισμό, τον πόλεμο, τις επιδημίες, τη φτώχεια και τη μετανάστευση. Κι όλα αυτά με μια παιγνιώδη διάθεση και χιούμορ, με κωμικές σκηνές και αστεία περιστατικά, όψεις ζωής που ο Βιτόριο άφησε πίσω του κι ο αδελφός του βιώνει πια με γνώμονα την απώλεια. Αυτό είναι και το νόημα της μαυρόασπρης εικόνας στην αρχή της αφήγησης με το καδράρισμα στην οροφή του θεάτρου της Όπερας της Ρώμης, που επανέρχεται στην τελευταία σκηνή έγχρωμη· όπου το χειροκρότημα των θεατών που δεν είναι ορατοί, είναι το ύστατο «χαίρε» στον μεγάλο Ιταλό δραματουργό, και κατ’ επέκταση στον εκδημήσαντα αδελφό.

Η ταινία λειτουργεί σαν μια ελεγεία, μια πένθιμη τελετουργία και μια μελαγχολική αλληγορική αναφορά που συνυπάρχουν με την ανάλαφρη και κατανοητική ματιά απέναντι στη ζωή και τα πλήγματά της, στο αναπόφευκτο της μοίρας όλων των έμψυχων, στην τραυματική συλλογική μνήμη. Είναι ακόμα ένας προσωπικός απολογισμός της προσφοράς στο σινεμά ενός ανθρώπου στη δύση της ζωής του, γεμάτος από ευαισθησία για τη ζωή, τη χώρα και τον λαό του. Πάνω απ’ όλα η καταφυγή στην τέχνη είναι το βάλσαμο, κάθε που η πραγματικότητα γίνεται δυσβάστακτη. «Η τέχνη σε όλες της τις μορφές θα επιχειρεί πάντα να δώσει απαντήσεις για την ανθρώπινη περιπέτεια» φέρεται να έχει πει στο παρελθόν ο Πάολο Ταβιάνι που διανύοντας την δέκατη πλέον δεκαετία του εκφράζει με αυτήν την ταινία το απόσταγμα της σοφίας που έχει αποκομίσει από τη ζωή και την τέχνη του.

 

Add comment

Comments

There are no comments yet.